Η αρχαία Φαλάσαρνα βρίσκεται στο δυτικό άκρο του ακρωτηρίου της Γραμβούσας, στη δυτική ακτή της Κρήτης. Η προέλευση του ονόματος της αποδίδεται στη νύμφη - τοπική ηρωίδα Φαλάσαρνα.
Από την αρχαιότητα σώζονται επιγραφικές και άλλες γραπτές πηγές, που αφορούν στη Φαλάσαρνα. Ο Ψευδοσκύλλακας (4ος αι. π.Χ., Περίπλους, 47), είναι ο πρώτος που αναφέρει για τη Φαλάσαρνα ότι απέχει μίας ημέρας ταξίδι από τη Λακεδαίμονα, βρίσκεται στο άκρο της Κρήτης και είναι η πρώτη πόλη εγκαθιδρυμένη προς την πλευρά που δύει ο ήλιος, ονομάζεται Φαλάσαρνα και έχει κλειστό λιμάνι. Ο Dionysius Calliphontis filius (Descriptio Graeciae, 118-122), γράφει ότι η Φαλάσαρνα βρίσκεται στην πλευρά που δύει ο ήλιος, έχει κλειστό λιμάνι και ιερό της Αρτέμιδας που την ονομάζουν Δίκτυννα. Επιπλέον γεωγραφικές αναφορές διαπιστώνονται στους Σταδιασμούς της Μεγάλης Θαλάσσης (336), στον Στράβωνα (Χ, 474), στον Πτολεμαίο (ΙΙΙ, 15, 2), και στον Στέφανο τον Βυζάντιο. Η Φαλάσαρνα αναγράφεται στον κατάλογο των κρητικών πόλεων που συνθηκολόγησαν με τον βασιλιά Ευμένη Β΄ της Περγάμου (170 π.Χ.). Παραδοσιακός αντίπαλος της ήταν η Πολυρρήνια. Ανάμεσά στις δυο πόλεις υπήρχαν συνοριακές διαμάχες, όπως επιβεβαιώνεται και από τη συνθήκη συμμαχίας (Ε 191), που συνυπέγραψαν στα 290-280 π.Χ. και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κισάμου. Όμως, λίγο αργότερα, η συμμαχία που σύναψε η Φαλάσαρνα με την Κνωσό και άλλες κρητικές πόλεις εναντίον της Φαιστού με την οποία συμμάχησε η Πολυρρήνια, όξυνε για μεγάλο διάστημα τις προστριβές μεταξύ των δυο πόλεων. Περαιτέρω, σύμφωνα με αυτά που αναφέρει ο Πολύβιος (Ιστορίαι, 22, 15, 2-6), λίγο πριν το 184 π.Χ., η Κυδωνία επιτέθηκε στην Φαλάσαρνα και η μεταξύ τους σύγκρουση διευθετήθηκε με παρέμβαση των Ρωμαίων. Τέλος, η Κνωσός και η Φαλάσαρνα υποστήριξαν στρατιωτικά τον βασιλιά Περσέα της Μακεδονίας στον πόλεμο εναντίον της Ρώμης (171-168 π.Χ.).
Ενδείξεις κατοίκησης στον χώρο εντοπίζονται από τη μινωική εποχή. Ωστόσο, τα ευρήματα του νεκροταφείου πιστοποιούν την οργάνωση της πόλης στην αρχαϊκή περίοδο (αρχές 6ου αι. π.Χ.). Ο 4ος και 3ος αι. π.Χ. ήταν εποχή ακμής για τη Φαλάσαρνα, που έγινε μια ισχυρή ναυτική δύναμη στους εμπορικούς δρόμους της δυτικής Μεσογείου, οχυρώθηκε, κοσμήθηκε με ναούς και δημόσια κτήρια και έκοψε δικά της νομίσματα. Η νομισματοκοπία της ξεκινάει στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. με κύρια απεικόνιση μια γυναικεία κεφαλή, πιθανόν της Δίκτυννας ή της νύμφης Φαλάσαρνας.
Κατά την ανασκαφέα του χώρου, δρ. Ελπίδα Χατζηδάκη, η Φαλάσαρνα υπήρξε πειρατικό ορμητήριο που τελικά κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι το 67 π.Χ., κατά την εκστρατεία του Μέτελλου στο πλαίσιο της επιχείρησης που οργάνωσε ο Πομπήιος για την καταστολή της πειρατείας στη δυτική Μεσόγειο και την εδραίωση της Pax Romana. Στη συνέχεια, τα ίχνη κατοίκισης της πόλης είναι πενιχρά ενώ υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις σε άλλο σημείο της περιοχής. Οι σεισμοί του 66 και του 365 μ.Χ. την ισοπέδωσαν οριστικά. Μάλιστα, με τον δεύτερο σεισμό η στεριά ανυψώθηκε κατά 6 – 9 μ., με αποτέλεσμα το αρχαίο λιμάνι να θαφτεί κάτω από τόνους επιχώσεων και να μετατραπεί σε ξηρά. Μεταξύ των ετών 1415 – 1418 την περιοχή επισκέφθηκε ο φλωρεντινός μοναχός και χαρτογράφος Chr. Buondelmonti, που αναφέρει στα συγγράμματά του ότι στην κορυφή ενός λόφου υπάρχει μια αρχαία πόλη με κατάλοιπα τειχών, κατοικιών και δεξαμενών λαξευμένων στον φυσικό βράχο. Στους νεώτερους χρόνους οι άγγλοι περιηγητές R. Pashley και T. Spratt επισκέφτηκαν τη Φαλάσαρνα το 1834 και τη δεκαετία του 1850 αντίστοιχα.
Οι σωστικές ανασκαφές που διενεργούνται από το 1966 και η συστηματική ανασκαφική έρευνα από το 1986, πλουτίζουν τις γνώσεις μας για την ιστορία της πόλης και φέρνουν στο φως σταδιακά, το αρχαίο λιμάνι, την πόλη και το νεκροταφείο.
|