Στην επαρχία Νάουσας του Νομού Ημαθίας, στους πρόποδες του Βερμίου και σε ένα εύφορο πεδινό τοπίο αποκαλύπτεται σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες μία σπουδαία μακεδονική πόλη, η αρχαία Μίεζα, πόλη της Βοττιαίας (περιοχή της αρχαίας Μακεδονίας στα βόρεια και βορειοδυτικά του Θερμαϊκού κόλπου. Την κατοικούσε το θρακικό προελληνικό φύλο των Βοττιαίων. Κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, με την άφιξη των Μακεδόνων, μετανάστευσαν σε τμήμα της δυτικής Χαλκιδικής που ονομάστηκε Βοττία) Παρά τη βεβαιωμένη ύπαρξη πρωϊμότερων οικισμών, ήδη από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, η περιοχή γνωρίζει τη μεγαλύτερη της ακμή στους ελληνιστικούς χρόνους. Τα διάσπαρτα αρχαιολογικά κατάλοιπα από την ευρύτερη περιοχή της Μίεζας φανερώνουν μία δυναμική μακεδονική πόλη, που αναπτύσσεται ιδιαίτερα στους χρόνους των Μακεδόνων βασιλέων, αλλά συνεχίζει να ευημερεί και στους μετέπειτα αιώνες.
Πρώτα εντοπίστηκαν οι μεγάλοι μακεδονικοί τάφοι των Λευκαδίων, και λίγο αργότερα ο χώρος του Νυμφαίου κοντά στη Νάουσα, που ταυτίζεται με τη Σχολή του Αριστοτέλους. Έχουν ακόμη ερευνηθεί οργανωμένα νεκροταφεία, όπως στη θέση Ρουντίνα και στη θέση Καμάρα, όπου αποκαλύφτηκαν τάφοι που χρονολογούνται από τον 6ο ως τον 4ο αι. π.Χ. Αξιόλογα είναι επίσης τα λείψανα δύο πολυτελών κατοικιών στις θέσεις Καμάρα και Μπαλτανέτο αντίστοιχα (υστεροελληνιστικοί-ρωμαϊκοί χρόνοι). Στη θέση Μπελοβίνα Κοπανού αποκαλύφτηκε το 1992 ένα θέατρο της πρώϊμης ρωμαϊκής περιόδου, ενώ στον ίδιο χώρο ανασκάπτονται τα τελευταία χρόνια σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στωϊκών και άλλων κτηρίων από το δημόσιο κέντρο της ελληνιστικής πόλης. Στην τοποθεσία "Τσιφλίκι", όπως ονομάζεται ο λόφος που υψώνεται νότια του χωριού Λευκάδια υπάρχουν εκτεταμένες αρχαιότητες των ύστερων ρωμαϊκών, αλλά και των παλαιοχριστιανικών χρόνων, που μαρτυρούν ότι η ζωή στην ευρύτερη περιοχή της Μίεζας συνεχίζεται ακμαία μέχρι και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.
Η ταύτιση της πόλης οφείλεται στον επίτιμο Έφορο Αρχαιοτήτων Φ. Πέτσα, ο οποίος εργάστηκε επί σειρά ετών στο χώρο και προέκυψε από το συνδυασμό γραπτών πηγών, τοπογραφικών παρατηρήσεων και ανασκαφικών δεδομένων. Η πόλη αναφέρεται από αρκετούς αρχαίους συγγραφείς όπως ο Πτολεμαίος, ο Πλίνιος και ο Στ. Βυζάντιος.
Ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα, ο περιηγητής Delacoulonche είχε εντοπίσει τις πρώτες αρχαιότητες, αλλά η συστηματικότερη έρευνα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας άρχισε στη δεκαετία του 1950, καθώς τα δημόσια έργα υποδομής και η εκτεταμένη καλλιέργεια οδηγούσαν συχνά στην αποκάλυψη αρχαίων και στη διενέργεια σωστικών ανασκαφών.
|