Ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Μίεζας απλώνεται στον κάμπο και τις πλαγιές των λόφων που απλώνονται κάτω από τη Νάουσα, κυρίως μεταξύ Χαρίεσσας, Κοπανού και Λευκαδίων και περιλαμβάνει τα αρχιτεκτονικά λείψανα της αρχαίας πόλης και τις νεκροπόλεις της. Τα πιο γνωστά στο ευρύ κοινό και τα καλύτερα διατηρημένα μνημεία της είναι ωστόσο οι λαμπροί μακεδονικοί τάφοι των Λευκαδίων.
Ο πυρήνας του δημόσιου κέντρου της αρχαίας πόλης εντοπίζεται στα κτήματα του Κοπανού (θέση Μπελοβίνα), όπου η συστηματικότερη έρευνα ξεκίνησε πριν μία δεκαετία περίπου και συνεχίζεται. Το 1992 αποκαλύφτηκε στο νοτιοδυτικό άκρο του ανασκαμμένου χώρου το θέατρο της Μίεζας. Το ημικυκλικό κοίλο του ανοίγεται σε μία φυσική πλαγιά, με πανοραμική θέα προς την πεδιάδα. Έχει δεκατέσσερις σειρές εδωλίων, που χωρίζονται με πέντε κερκίδες και η χωρητικότητα του υπολογίζεται περίπου σε 1.500 άτομα. Στις πρώτες επτά σειρές διατηρούνται οι πώρινες λιθόπλινθοι των εδωλίων, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα του κοίλου διακρίνεται η λάξευση του βράχου για την προετοιμασία της έδρασης τους. Τα μαρμάρινα καθίσματα της προεδρίας κάποτε κύκλωναν τη χωμάτινη ορχήστρα του θεάτρου. Η τοποθέτηση πάντως του σκηνικού οικοδομήματος βαθιά στην πεταλόσχημη ορχήστρα, αλλά και η συνύπαρξη ελληνιστικών και ρωμαϊκών κατασκευαστικών στοιχείων, σε συνδυασμό με την κεραμική, οδηγούν σε μια χρονολόγηση του μνημείου στα πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ η χρήση του χώρου φαίνεται ότι συνεχίζεται μέχρι και τον 4ο αι. μ.Χ. (δηλαδή το θέατρο ήταν σε χρηση για πέντε περίπου αιώνες).
Χαμηλότερα, στα βορειοανατολικά του θεάτρου, απλώνονται τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στωϊκών και άλλων κτηρίων από το δημόσιο κέντρο της πόλης, που ανήκουν στους ελληνιστικούς χρόνους. Το πιο επιβλητικό τμήμα όλου του συγκροτήματος είναι ένας επιμήκης στεγασμένος χώρος, που φέρει στην εσωτερική πλευρά του νότιου τοίχου του, διαμόρφωση ημικιόνων, δημιουργώντας στο εσωτερικό του χώρου εικόνα ψευδοπρόσοψης. Στα δυτικά, ένα κεκλιμένο επίπεδο οδηγεί ψηλότερα σε μία στοά με δωρική κιονοστοιχία και τετράγωνα δωμάτια, σε δύο από τα οποία βρέθηκαν ''απλά βοτσαλωτά'' δάπεδα, παρόμοια με αυτά της Πέλλας και της Βεργίνας. Αμέσως βόρεια του στεγασμένου χώρου των ημικιόνων, έχει αποκαλυφτεί μικρό ναόσχημο οικοδόμημα, για το οποίο προτείνεται με επιφύλαξη η λατρευτική χρήση.
Στο δυτικό τομέα του αρχαιολογικού χώρου έχει αποκαλυφτεί μεγάλο στωικό κτήριο σε σχήμα Γ. Στη βορειοδυτική γωνία του ήρθαν στο φως τέσσερα τετράγωνα δωμάτια, που επικοινωνούν ανά δύο με ένα κοινό προθάλαμο και έχουν έκκεντρες θύρες. Η διαμόρφωση των χώρων αυτών σε συνδυασμό με τα ευρήματα καθιστούν αρκετά πιθανή την ερμηνεία τους ως αιθουσών συμποσίου, χωρητικότητας 7 κλινών η κάθε μία. Αντίστοιχοι χώροι εστιατορίων απαντούν κυρίως σε χώρους μεγάλων ιερών, ιδιαίτερα του Ασκληπιού, όπως στην Επίδαυρο, Αθήνα και αλλού. Μπορούμε ίσως να υποθέσουμε ότι τα κτήρια που έχουν αποκαλυφτεί μέχρι σήμερα ανήκουν στον ευρύτερο χώρο ενός ιερού που ενδεχομένως ήταν αφιερωμένο στον Ασκληπιό, τη μοναδική θεότητα για την οποία έχουμε αναφορά στη Μίεζα. Δεν μπορεί πάντως να αποκλειστεί η πιθανότητα τα αρχιτεκτονικά λείψανα στα ανατολικά να ανήκουν σε κτήρια της αγοράς. Τα οργανωμένα νεκροταφεία της πόλης εντοπίζονται στη θέση Καμάρα, όπου αποκαλύφτηκαν κιβωτιόσχημοι τάφοι της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου (6ος - 4ος αι. π.Χ.) και στη θέση Ρουντίνα, όπου έχει ερευνηθεί συστάδα ελληνιστικών λαξευτών τάφων.
Στο Μπαλτανέτο κοντά στη Νάουσα έχουν εντοπιστεί τα κατάλοιπα μίας ρωμαϊκής έπαυλης του 2ου αι. μ.Χ. Επίσης ήρθε στο φως μία δεξαμενή, χώρος περιστυλίου με μαρμάρινα κιονόκρανα και λαμπρά μωσαϊκά δάπεδα. Στη θέση Τσιφλίκι έχουν αποκαλυφτεί ψηφιδωτά δάπεδα μία ρωμαϊκής κατοικίας και ερείπια παλαιοχριστιανικού κτηρίου με χώρο λουτρού.
Ο σημαντικός χώρος του Νυμφαίου (Σχολής Αριστοτέλους) ανήκει και αυτός στην ευρύτερη περιοχή της Μίεζας.
|