ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
© Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, © 11η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Άποψη ναού Αγίου Δημητρίου από ανατολικά
Στο σύγχρονο οικισμό της Αιανής, 22 χλμ. ΝΑ της Κοζάνης, κοντά στη βόρεια όχθη του Αλιάκμονα, στις υπώρειες του όρους Μπούρινου και στον εκτεταμένο αρχαιολογικό χώρο της με λείψανα κατοίκησης και ευρήματα από την προϊστορική έως τη μεταβυζαντινή περίοδο εντάσσονται μια σειρά βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών, σημαντικότατων για την ιστορία και τη θρησκευτική τέχνη της Κεντροδυτικής Μακεδονίας. Η αρχαία πόλη Αιανή ταυτίζεται πλέον με τον οικισμό στον οχυρό λόφο της "Μεγάλης Ράχης", 1 χλμ. ΒΔ. Κατά τη ρωμαϊκή και ιδιαίτερα την αυτοκρατορική περίοδο η πόλη επεκτείνεται, όπως μαρτυρούν τα τελευταία αρχαιολογικά δεδομένα προς τη θέση του σημερινού οικισμού και νοτιότερα ως τη "Ράχη Τσέικα". Σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, την περίοδο αυτήν το διοικητικό κέντρο της Αιανής μεταφέρεται στη θέση "Παλαιόκαστρο", στη γειτονική Καισαρειά, σε απόσταση μόλις 4 χλμ. Κατά την ύστερη ρωμαϊκή και παλαιοχριστιανική περίοδο η Αιανή παρακμάζει και μεταβάλλεται σε απλή κώμη λόγω των βαρβαρικών επιδρομών και της ιδιαίτερης ανάπτυξης που γνωρίζει η Καισαρειά, όπου ιδρύεται επισκοπή, πιθανότατα τον 4ο αι., μαρτυρημένη από τις πηγές κατά τους 5ο-6ο αι. (Συνέκδημος Ιεροκλέους, επιγραφικά δεδομένα), η οποία υπαγόταν στη μητρόπολη Λαρίσης. Οι βαρβαρικές επιδρομές του 4ου-5ου αι. έχουν ως συνέπεια την καταστροφή πολλών κάστρων της Δ. Μακεδονίας, ανάμεσα στα οποία και της Καισαρειάς, το οποίο επισκευάζει ο Ιουστινιανός τον 6ο αι. Από τον 7ο αι. και εξής με τις επιδρομές και την εγκατάσταση Σλάβων σε περιοχές της Μακεδονίας αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω της οχυρής στρατηγικής θέσης του το γειτονικό κάστρο των Σερβίων. Η Αιανή κατά τους βυζαντινούς και υστεροβυζαντινούς χρόνους ακολουθεί ανάλογη πορεία με αυτήν των φρουρίων και οικισμών της Δ. Μακεδονίας. Πλήττεται διαδοχικά από τις επιδρομές των Βουλγάρων, των Νορμανδών, των Φράγγων, των Σέρβων με περιοδικές ανακαταλήψεις από τους Βυζαντινούς μέχρι την οριστική κατάληψη από τους Οθωμανούς. Επί Αλεξίου Α΄ ή των διαδόχων του, κατά τους 11ο-12ο αι., στα πλαίσια της διοικητικής μεταρρύθμισης υπάγεται στο κατεπανίκιο με έδρα τη γειτονική Βάνιτσα (σημερινή Άνω Κώμη). Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας με την εγκατάσταση των Κονιάρων στη βόρεια όχθη του Αλιάκμονα ο γηγενής πληθυσμός βρήκε καταφύγιο στα πλησιέστερα προς τον ορεινό όγκο του Μπούρινου χωριά, μεταξύ άλλων και την Αιανή που είχε αμιγή ελληνικό πληθυσμό. Στην Αιανή αυτήν την περίοδο, η οποία σύμφωνα με τους κώδικες της μονής Ζάβορδας, ονομάζεται πλέον Κάλλιανη (έως το 1926) υπήρχαν πολλά κτήματα μοναστηριών, κυρίως τοπικών, τα οποία απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια και δημιούργησαν ευνοϊκούς όρους διαβίωσης στους κατοίκους, τουλάχιστον κατά τους πρώτους μεταβυζαντινούς χρόνους. Η Κάλλιανη παραμένει Κεφαλοχώρι και διατηρεί την ανεξαρτησία των κτημάτων της από εκείνα του στέμματος. Η οικονομική ευρωστία της περιοχής με την ανάπτυξη της γεωργίας και κτηνοτροφίας συνετέλεσε στην επισκευή, ανοικοδόμηση και αγιογράφηση πολλών ναών με χορηγίες τοπικών αρχόντων, πιστών και μοναχών, ιδιαίτερα κατά το β΄ μισό του 16ου αι. Ο 18ος αι. σηματοδοτείται με την καταστροφική επιδρομή συμμοριών ληστών στα 1765 και την κατάληψη της Αιανής από τον Αλή Πασά κατά την τελευταία εικοσαετία. Η καλλιέργεια του κρόκου στην περιοχή και η εξαγωγή του από τους πραγματευτάδες της Δ. Μακεδονίας στις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης συντελούν στην ανασυγκρότηση της οικονομικής ζωής της Αιανής από τα τέλη του 18ου αι.

Στην Αιανή φυλάσσεται ένα σημαντικό σύνολο φορητών εικόνων, ιερών κειμηλίων, γλυπτών, νομισμάτων, σπαραγμάτων τοιχογραφιών και άλλων αντικειμένων βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων που αποτελεί τμήμα της Αρχαιολογικής Συλλογής της πόλης, η οποία δημιουργήθηκε στα 1952-53 από τον Κ. Σιαμπανόπουλο, κατά την περίοδο που διετέλεσε δάσκαλος στην Αιανή και εμπλουτίζεται από τις νεότερες έρευνες στην περιοχή, περισυλλογές και τις παραδόσεις των κατοίκων.
Συντάκτης
Αγαθονίκη Τσιλιπάκου, αρχαιολόγος