ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
 
 
Στην εύφορη πεδιάδα, που πλαισιώνεται από τους λόφους Βουδόχη στα δυτικά και Ζερβούνι στα ανατολικά, νοτιοδυτικά της Χαλκίδας και απέναντι από τον αττικό Ωρωπό, βρίσκεται η Ερέτρια, η «κωπηλάτις πόλις» των αρχαίων (αφού το όνομά της προέρχεται από το ρήμα ερέττω, δηλαδή κωπηλατώ). Η Ερέτρια ήταν σπουδαία ναυτική δύναμη της Ελλάδας ήδη από τον 8ο αι. π.Χ., με πολλές αποικίες στις ακτές του Αιγαίου, στα νησιά και στη Μεγάλη Ελλάδα.

Τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης στην περιοχή χρονολογούνται στα τέλη της νεολιθικής εποχής και περιορίζονται μόνο σε θραύσματα κεραμικής, που δε σχετίζονται με οικοδομικά λείψανα, αλλά δείχνουν επαφές των κατοίκων της περιοχής με το Αιγαίο και το Βορρά. Κατά την πρωτοελλαδική και μεσοελλαδική περίοδο ο οικισμός, από τον οποίο σώζονται ελάχιστα οικοδομικά λείψανα, αναπτύχθηκε στην περιοχή μεταξύ του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα και της αγοράς της μεταγενέστερης πόλης, αλλά και επάνω στην ακρόπολη. Σημαντικό εύρημα αποτελεί ένας κεραμικός κλίβανος, που αποδεικνύει την ύπαρξη βιοτεχνικών εγκαταστάσεων μέσα στον οικισμό. Τα λιγοστά ευρήματα των μυκηναϊκών χρόνων υποδεικνύουν το υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων, που επιβεβαιώνεται και από την αναφορά των Ερετριέων στον κατάλογο νηών του Ομήρου, αν και δεν φαίνεται ότι στην περίοδο αυτή η Ερέτρια ήταν σημαντικό κέντρο.

Από τον 8ο αι. π.Χ. η Ερέτρια άρχισε να αποκτά αστικό χαρακτήρα. Η μυκηναϊκή οχυρωμένη ακρόπολη χρησιμοποιήθηκε για την εγκατάσταση των ιερών και ο κεντρικός πυρήνας της πόλης μεταφέρθηκε στην αγορά, που βρισκόταν νοτιότερα. Η Ερέτρια συμμετείχε ενεργά στον Α΄ αποικισμό των Ελλήνων, ιδρύοντας αποικίες στο Βορρά (Παντικάπαιον και Φαναγόρεια στην Κριμαία), αλλά και στη Δύση (ίδρυση των Πιθηκουσών στην Ιταλία και εποικισμός της Κέρκυρας) και εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, που είχε επαφές με την ανατολική Μεσόγειο, όπως δείχνει η ερετριακή κεραμική που βρέθηκε στις ακτές της Μικράς Ασίας, στις συροφοινικικές ακτές και στην Κύπρο. Η επέκταση της Ερέτριας προς όλες τις κατευθύνσεις ανησύχησε τη Χαλκίδα, και οδήγησε τις δύο πόλεις στο γνωστό Ληλάντιο πόλεμο (Ηρόδ., 5.99 και Θουκ., 1.15.3).

Παρά την κακή έκβαση του Ληλαντίου πολέμου, η άνθηση της πόλης συνεχίσθηκε και στην αρχαϊκή περίοδο και η Ερέτρια συμμετείχε ενεργά και στο Β΄ αποικισμό. Στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. έκοψε δικά της νομίσματα, ενώ στα τέλη του 6ου αι. το πολίτευμά της έγινε δημοκρατικό και η ανάπτυξή της γνώρισε νέα ώθηση. Το 494 π.Χ. βοήθησε τη Μίλητο στην εξέγερσή της εναντίον των Περσών (Ηρόδ., 6.99, 7.101, Στράβ. 3.448.5, Παυσ., 7.10.2), γεγονός που οδήγησε στην καταστροφή της από τους Δάτη και Αταφέρτη τέσσερα χρόνια αργότερα, το 490 π.Χ. Έλαβε μέρος στο πλευρό των Ελλήνων στη ναυμαχία του Αρτεμισίου και στις συγκρούσεις της Σαλαμίνας και των Πλαταιών. Συμμετείχε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, αλλά το 411 π.Χ. αποτίναξε την αθηναϊκή ηγεμονία και ανέκαμψε οικονομικά. Τότε ενισχύθηκε το τείχος που προστάτευε την πόλη, οικοδομήθηκαν νέες κατοικίες και μεγαλοπρεπή δημόσια κτίσματα, όπως η δυτική πύλη και το θέατρο. Κατά τον 4ο αι. π.Χ. η πόλη κυβερνήθηκε από τυράννους, που άλλοτε ακολουθούσαν φιλοαθηναϊκή και άλλοτε φιλοθηβαϊκή πολιτική.

Το 338 π.Χ. μετά την μάχη της Χαιρώνειας η Ερέτρια βρέθηκε υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων και στην πόλη ξεκίνησε μια νέα περίοδος άνθησης, οικονομικής και πολιτιστικής. Τα τείχη επισκευάσθηκαν και διευρύνθηκαν, κτίσθηκαν πολλά ιδιωτικά και δημόσια κτήρια, αναπτύχθηκαν εργαστήρια κοροπλαστικής και το θέατρο απέκτησε την τελική του μορφή. Τότε οικοδομήθηκαν το άνω γυμνάσιο και το στάδιο, καθώς και ακόμη ένα γυμνάσιο ή παλαίστρα κοντά στο λιμάνι, που πιθανόν περιλάμβανε και ναό της Ειλειθυίας. Η αγορά πλαισιώθηκε από στοές στις τέσσερις πλευρές της και εμπλουτίσθηκε με πλήθος μνημείων, με κυριότερο τη θόλο, ιερά και κρηναία κτίσματα. Στην Ερέτρια έζησαν ο ζωγράφος Φιλόξενος, που φιλοτέχνησε τον ζωγραφικό πίνακα με τη μάχη της Ισσού, ο τραγικός ποιητής Αχαιός, ο φιλόσοφος Μενέδημος, ιδρυτής της Ερετριακής Σχολής, ενώ εδώ διέμειναν για ένα διάστημα και οι Μακεδόνες βασιλείς Κάσσανδρος, Δημήτριος Πολιορκητής και Αντίγονος Γονατάς. Το 198 π.Χ. η πόλη κυριεύθηκε και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους και από τότε ξεκίνησε η παρακμή της. Το 87 π.Χ. συμμάχησε με το βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη εναντίον των Ρωμαίων, οι οποίοι την κατέστρεψαν για δεύτερη φορά ένα χρόνο αργότερα. Η πόλη εγκαταλείφθηκε και σταδιακά ερημώθηκε.

Πληροφορίες για την αρχαία Ερέτρια στα νεότερα χρόνια έδωσε πρώτος ο Κυριακός από την Αγκώνα το 1436, ο οποίος σχεδίασε τις αρχαιότητες του χώρου. Αργότερα και άλλοι ξένοι περιηγητές επισκέφθηκαν την περιοχή και έδωσαν πληροφορίες για την αρχαία πόλη (Coronelli, W.M. Leake, R. Cockerell, L. Ross). Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο έγιναν από το Χρ. Τσούντα το 1885 και από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή κατά την περίοδο 1891-1895. Ο Κ. Κουρουνιώτης και λίγο αργότερα ο Ι. Παπαδάκης συνέχισαν την ανασκαφική έρευνα, ενώ από τις αρχές του 20ού αιώνα τις ανασκαφές ανέλαβαν η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Αρχαιολογική Εταιρεία. Από το 1962 το δυτικό τομέα της πόλης με το ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα ανασκάπτει η Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή.