|
|
|
|
|
Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου
|
|
|
Ο αρχαιολογικός χώρος της Ντόλιανης, έκτασης 55 περίπου στρεμμάτων, καταλαμβάνει μεμονωμένο ασβεστολιθικό λόφο δυτικά του σύγχρονου οικισμού του Γεροπλατάνου, στα όρια του Δήμου Ηγουμενίτσας Θεσπρωτίας. Πρόκειται για τειχισμένο με διπλό οχυρωματικό περίβολο οικισμό, ο οποίος ταυτίζεται με την αρχαία Φανοτή, κέντρο του αρχαίου θεσπρωτικού φύλου των Φανοτέων, που πιστεύεται ότι κατοικούσε στην περιοχή μεταξύ της Μουργκάνας και του μέσου Καλαμά. Αναφορά στη Φανοτή γίνεται από το ρωμαίο ιστορικό Λίβιο, σύμφωνα με τον οποίο η πόλη απέκρουσε αποτελεσματικά την πολιορκία των ρωμαϊκών στρατευμάτων το 170/169 π.Χ., την επόμενη χρονιά όμως παραδόθηκε στο ρωμαίο στρατηγό L. Anicius, πρώτη από όλες τις ηπειρωτικές πόλεις.
Με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα, ο τειχισμένος οικισμός ιδρύεται στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία συνοικίζονται και οι υπόλοιπες σημαντικές θεσπρωτικές πόλεις, η Ελέα, τα Γίτανα και η Ελίνα (Δυμόκαστρο), και ακμάζει κατά την ελληνιστική περίοδο. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, ακολούθησε εν μέρει τη μοίρα των υπόλοιπων ηπειρωτικών πόλεων. Τα τείχη υπέστησαν εκτεταμένες καταστροφές και η πόλη ερημώθηκε κατά το μεγαλύτερο τμήμα της χωρίς όμως να εγκαταλειφθεί. Η κατοίκηση συνεχίστηκε επί μακρόν εντός των ορίων της ακρόπολης (ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική περίοδος). Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, επάνω στο δυτικό πύργο της πύλης του εξωτερικού περιβόλου κατασκευάζεται χριστιανικός ναός. Πέραν του ναού, θα πρέπει να υπήρχε και οικισμός στην περιοχή, όπως προκύπτει από την ύπαρξη εκτεταμένου νεκροταφείου, τμήματα του οποίου εντοπίζονται γύρω από το χριστιανικό ναό, όσο και στις πλαγιές του απέναντι λόφου, στην ίδια θέση με το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης. Την υστεροβυζαντινή περίοδο επισκευάστηκε επιμελώς ο εσωτερικός οχυρωματικός περίβολος και στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης κατασκευάστηκε τετράγωνος πύργος. Κατοίκηση της ακρόπολης διαπιστώνεται εκ νέου κατά την οθωμανική περίοδο και συνεχίζεται έως τα νεότερα χρόνια, οπότε έχουμε την οριστική εγκατάλειψη του οικισμού.
Το 1995, με αφορμή τη διαπίστωση λαθρανασκαφής, διενεργήθηκε μικρής έκτασης ανασκαφή στο βορειοανατολικό τμήμα της ακρόπολης, κατά την οποία ερευνήθηκε μερικώς κτίριο, πιθανόν μεγάλη οικία των ελληνιστικών χρόνων, που επαναχρησιμοποιήθηκε κατά τη ρωμαϊκή, αλλά και τη μεταβυζαντινή εποχή. Τα κινητά ευρήματα από την έρευνα του εν λόγω κτιρίου καλύπτουν ένα ευρύτατο χρονολογικό φάσμα από την εποχή του Κοινού των Ηπειρωτών (233 - 167 π.Χ.) έως την οθωμανική περίοδο.
Το 2000, στα πλαίσια της διάνοιξης δρόμου από το συνοικισμό του Γεροπλατάνου έως τη νέα γέφυρα του Καλαμά, στις υπώρειες του λόφου βορειοανατολικά του οικισμού, όπου από το Σ. Δάκαρη τοποθετείται το νεκροταφείο του, εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν συνολικά έντεκα κιβωτιόσχημοι τάφοι της βυζαντινής περιόδου με ελάχιστα κτερίσματα, κυρίως χάλκινα και αργυρά κοσμήματα. Το 2001 εντοπίστηκε και ανασκάφηκε ελληνιστικός κιβωτιόσχημος τάφος, μερικές δεκάδες μέτρα βόρεια των τάφων της βυζαντινής περιόδου.
|