Πόλη μεταξύ Ορχομενού και Δελφών, κτισμένη σε απότομη ράχη, με κυκλώπειο οχυρό φρούριο. Αρχικά την κατοικούσαν Θράκες. Εκεί ο μύθος έθετε τα κατά τον Τηρέα (Ομ.Ιλ. Β 520 - Θουκ. Β, 29.39). Στη Δαύλεια έμενε ο Τηρεύς που βίασε τη Φιλομήλα αδελφή της συζύγου του Πρόκνης. Αργότερα τιμωρήθηκε από τις δύο γυναίκες που σκότωσαν το γιο του Ίτυ και τον έδωσαν στον Τηρέα να φάει τις σάρκες του. Η Πρόκνη καταδιωκόμενη από τον Τηρέα μεταμορφώθηκε από τους θεούς σε αηδόνι. Γι΄αυτό πολλοί ονόμαζαν το αηδόνι Δαυλιάδα. Η πόλη καταστράφηκε από τον Ξέρξη και αργότερα κατά τη διάρκεια του Φωκικού πολέμου και από τους Ρωμαίους (Liv. XXXII, 18).
Η Δαυλίδα πλην της καταστροφής της το 480 π.Χ. από τους Πέρσες καταστράφηκε και από τον Φίλιππο Β΄. Ανοικοδομήθηκε όμως στα μακεδονικά χρόνια και ξαναοχυρώθηκε με επιμέλεια, ώστε οι Ρωμαίοι λίγο μετά το 200 π.Χ. δυσκολεύτηκαν πολύ να την καταλάβουν, καθώς τα τείχη υψώνονταν αμέσως πάνω από την κατωφέρεια του λόφου και δεν μπορούσαν να στήσουν πολιορκητικές μηχανές (Λιβ. 32, 18).
Ο Όμηρος ήξερε την πόλη με το όνομα Δαυλίς (Ιλ.Β 520). Ο Ηρόδοτος (8,35) την αναφέρει με το όνομα ''Δαυλίων πόλις'' ως μια από εκείνες που έκαψε η μοίρα του στρατού του Ξέρξη που κατευθυνόταν προς τους Δελφούς, μετά τις Θερμοπύλες. Ο Θουκυδίδης (2, 29) και ο Σοφοκλής (Οιδ. τύραν. 734) την αναφέρουν με το όνομα Δαυλία. Αυτό το όνομα το ξέρει και ο Στράβων, ο οποίος ρητά σημειώνει ότι το όνομά της προέρχεται από τη λέξη δαυλός - δάσος (πυκνή βλάστηση).
|