Η αρχαία Τάρρα αναπτύχθηκε στην έξοδο του Δρυμού της Σαμαριάς προς το Λιβυκό πέλαγος, ανατολικά και δυτικά της εκβολής του ανώνυμου ποταμού που τον διασχίζει, κοντά στη σημερινή Αγία Ρουμέλη. Ο «Σταδιασμός της μεγάλης Θαλάσσης» την τοποθετεί ανάμεσα στις πόλεις, Ποικιλάσσιο και Φοίνικα σε απόσταση εξήντα σταδίων από κάθε μια.
Η παλαιότερη περιγραφή για τον αρχαίο οικισμό οφείλεται στον φραγκισκανό μοναχό Chr. Buondelmonti που επισκέφτηκε την νοτιοδυτική Κρήτη το 1415. Αργότερα, το 1837, ο Άγγλος περιηγητής R. Pashley ταύτισε την ίδια θέση με την αρχαία Τάρρα. Σύμφωνα με τον Παυσανία στην Τάρρα κατέφυγαν για εξαγνισμό ο Απόλλων και η Άρτεμις μετά τον φόνο του Πύθωνα στους Δελφούς. Στην οικία του ιερέα Καρμάνορα, ο Απόλλων ερωτεύτηκε τη νύμφη Ακακκαλίδα και από την ένωσή τους προήλθαν οι ιδρυτές της Ελύρου, Φυλακίδης και Φίλανδρος. Η πόλη αναφέρεται επίσης ως θρησκευτικό κέντρο των Δωριέων με κύρια λατρεία του Απόλλωνα Ταρραίου.
Η Τάρρα, ως η ισχυρότερη πόλη της περιοχής ήλεγχε πιθανότατα οικονομικά και θεσμικά όλους τους μικρούς οικισμούς που είχαν αναπτυχθεί εντός του Δρυμού της Σαμαριάς. Κατά την ελληνιστική περίοδο έκοψε δικό της νόμισμα με μέλισσα στον εμπροσθότυπο και κεφαλή κρητικού αιγάγρου στον οπισθότυπο. Τον 3ο αιώνα π.Χ συμμετείχε με την Υρτακίνα, τη Λισό, την ΄Ελυρο, τη Συία και το Ποικιλάσσιο στο «Κοινό των Ορείων», σημαντική συμπολιτεία αυτόνομων κρητικών πόλεων, η ίδρυση της οποίας επισφραγίστηκε με την κοπή κοινού νομίσματος. Η Τάρρα συγκαταλέγεται μεταξύ των κρητικών πόλεων που το 183 π.Χ. σύναψαν συνθήκη με το βασιλιά Ευμένη Β’ της Περγάμου.
|