Η αρχαία πόλη της Ευρωπού, βρίσκεται ΝΑ του όρους Πάικου στα δυτικά του ποταμού Αξιού. Η θέση της εξασφάλιζε τον έλεγχο και την επικοινωνία του φυσικού υδάτινου δρόμου μεταξύ του Αιγαιακού νότου με τη βαλκανική ενδοχώρα. Τα πυκνά δάση της περιοχής και οι δυνατότητες μεταφοράς της ξυλείας διαμέσου του Αξιού, συνέβαλαν στην πρώιμη ανάπτυξή της, ως ενδιάμεσου εμπορικού σταθμού με τη νοτιότερη Ελλάδα. Οι παλαιότερες ενδείξεις κατοίκησης προέρχονται από τον προϊστορικό οικισμό (περίπου στο 3000 π.Χ), που έχει μορφή λόφου και βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. Στη διάρκεια των κλασικών χρόνων περιλαμβάνεται στη διοικητική περιφέρεια της Βοττιαίας και υπάρχει αναφορά για την πόλη από τον Θουκυδίδη, κατά την εξιστόρηση των γεγονότων του Πελοποννησιακού πολέμου. Η ζωή της συνεχίσθηκε στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, με την πόλη και την ύπαιθρο χώρα της, να δοκιμάζεται από αλλεπάλληλες εχθρικές επιδρομές. Αδιάψευστοι μάρτυρες των άγνωστων πολεμικών και ιστορικών γεγονότων, είναι η τιμητική αναγνώριση Ρωμαίων αξιωματούχων, που συνέβαλαν στην επιτυχή απώθηση των εισβολέων με το στήσιμο ανδριάντων εκ μέρους της Ευρωπαίων πόλεως, για τη σωτηρία της.
Ανασκαφικά και τυχαία ευρήματα συμπληρώνουν στοιχεία για πτυχές της δημόσιας, ιδιωτικής, οικονομικής και θρησκευτικής ζωής της πόλης.
Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει ανασκαμμένο τμήμα του νεκροταφείου της Ευρωπού, όπου η καλή διατήρηση υπέργειων δομικών κατασκευών και περιβόλων, παρείχε δυνατότητες παρακολούθησης της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, με την τελευταία να ανιχνεύεται αποτυπωμένη στην επιλογή της κατηγορίας, του μεγέθους, του υλικού κατασκευής των ταφικών μνημείων (Μακεδονικός, λαξευτός ή πλινθόκτιστος καμαροσκέπαστος, ή απλός κεραμοσκεπής) στη διάρκεια μεγάλου χρονικού διαστήματος χρήσης, από τα κλασικά χρόνια μέχρι τα παλαιοχριστιανικά χρόνια (4ος π.Χ.- 4ος-6ος).
Παράλληλα ο πλούτος, η ποικιλία, η ποσότητα, η εκλεπτυσμένη καλαισθησία και η ποιότητα των προσωπικών αντικειμένων, που εναποτέθηκαν ως κτερίσματα στους τεθνεώτες, αποτελούν αποκαλυπτικά τεκμήρια για το εύρος των πολιτισμικών και εμπορικοοικονομικών επαφών, το βιοτικό επίπεδο, τις επαγγελματικές ασχολίες και την καθημερινότητα των πολιτών της Ευρωπού, που παρέμεινε στη διάρκεια της ιστορίας της, περιφερειακή πόλη της Μακεδονικής ενδοχώρας.
Η τύχη της αποκάλυψης των σπανιότατα διασωθέντων υπέργειων ταφικών κατασκευών σε ανασκαφές σύγχρονων αστικών κέντρων, που αποτέλεσε το έναυσμα της ανασκαφικής έρευνας στην Ευρωπό, τεκμηριώνει την αδιάσπαστη συνέχεια της ταφικής τελετουργίας και της εθιμικής διαδικασίας, που μαρτυρούνται από την αρχαιοελληνική γραμματεία μέχρι την εποχή μας, δηλαδή την τέλεση των ??τρίτων??, ??των ένατων??, ??των τεσσαρακοστών?? και ??των ενιαυσίων?? καθώς και των επιμνημόσυνων γευμάτων, ως μέρος της κληρονομιάς του ειδωλολατρικού κόσμου στον χριστιανισμό.
|