Την κορυφή του λόφου «Χελωνόκαστρο» καταλάμβανε η οχυρωμένη ακρόπολη της πόλης, από τα τείχη της οποίας ελάχιστοι λίθοι διασώζονται. Μοναδικά ορατά ίχνη της πορείας του τείχους αποτελούν τα ορύγματα, από όπου αποσπάσθηκαν και απομακρύνθηκαν οι λιθόπλινθοι των τειχών κατά τη δεκαετία του 1950. Κατά την εκτεταμένη «λιθοθηρία» της περιόδου αυτής οι πέτρες χρησιμοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο στην ανοικοδόμηση των ιδιωτικών σπιτιών, ως γωνιόλιθοι, αλλά και για την κατασκευή άλλων υποδομών του οδικού δικτύου της περιοχής, όπως δρόμων, γεφυρών, στηθαίων κ.α. Από τα τείχη της «άνω» πόλης είναι δυνατόν να αντιληφθεί κανείς αμυδρά μόνο την πορεία του δυτικού σκέλους που οδηγούσε προς τα βόρεια, προς την «κάτω» πόλη, ενώ με σαφήνεια διακρίνεται η πορεία του τείχους που περιέβαλε την «κάτω» πόλη στο άλσος του Αγ. Νικολάου. Είναι, επίσης, ορατό ένα «διατείχισμα» στο εσωτερικό της, το οποίο διαχώριζε την πόλη στο πεδινό της τμήμα, ίσως κατά την ελληνιστική περίοδο. Δίπλα στο εξωκκλήσι έχει αποκαλυφθεί η ΝΑ πυλίδα των τειχών, η οποία προστατευόταν στη βόρεια πλευρά της από έναν προεξέχοντα πύργο.
Στις πλαγιές του λόφου εκτεινόταν η αρχαία πόλη με τις οικίες των κατοίκων, όπως μαρτυρούν η ανασκαφή μιας ιδιωτικής οικίας αλλά και τμήματα από όπου διέρχονταν σωληνωτοί αγωγοί ύδρευσης που μετέφεραν το νερό από τις πηγές προς την «κάτω» πόλη και τις οικίες της. Στο χώρο της ιδιωτικής οικίας, η οποία χρονολογείται τον 4ο αι. π.Χ, ανασκάφηκαν δύο δωμάτια και εντοπίστηκαν μία σιδερένια γραφίδα, πήλινες μήτρες, και παραμορφωμένα αγγεία (αποτυχημένα κεραμικά προϊόντα). Πολύ πιθανόν τα αντικείμενα αυτά ανήκαν σε κάποιο κεραμέα της εποχής, γι? αυτό και το οίκημα ονομάστηκε «Οικία του Κεραμέα».
Στα ανατολικά της πόλης, σε μικρή απόσταση από τα τείχη, εντοπίστηκε σε σωστική ανασκαφή τη δεκαετία του 1980 ένα ιερό, που χρονολογείται στα τέλη του 4ου και τον 3ο αι. π.Χ., με μικρό ναό «εν παραστάσι» και πολυμερή σηκό. Επίσης, αποκαλύφθηκαν τμήματα δύο βοηθητικών κτιρίων με κυκλική και παραλληλόγραμμη κάτοψη, καθώς και τμήμα περιβόλου του τεμένους του ιερού προς τα Α. του. Στο ιερό εντοπίστηκαν αρκετά πήλινα ειδώλια, γυναικείες προτομές και άλλα αφιερώματα, όπως πήλινα αγγεία, μεταλλικά κοσμήματα και μολύβδινα ομοιώματα επίπλων, Τους εικονογραφικούς τύπους μερικών προτομών και ειδωλίων αλλά και κάποια είδη αναθημάτων συνήθως τα πρόσφεραν οι θνητοί σε ιερά της Δήμητρας και Περσεφόνης, της Άρτεμης ή της Αφροδίτης. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανόν το ιερό να μην ήταν αφιερωμένο μόνο σε μία θεά αλλά να υπήρξε συλλατρεία όλων αυτών των θεοτήτων.
Την ίδια δεκαετία ανασκάφηκε, λίγο βορειότερα από το ιερό, ένα τμήμα του εκτεταμένου ΒΑ νεκροταφείου της πόλης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ταφών από τον 4ο αι. π.Χ. έως τους ρωμαϊκούς χρόνους (1ος και 2ος αι. μ.Χ.) Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε απλούς λακκοειδείς τάφους, σε κιβωτιόσχημους, σε κεραμοσκεπείς, σε πήλινες λάρνακες ή ακόμη σε αγγεία και σε μεγάλους αποθηκευτικούς πίθους. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις καύσης των νεκρών και περισυλλογής της τέφρας και των οστών τους σε τεφροδόχα αγγεία. Ταφές σε κιβωτιόσχημους τάφους των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων εντοπίζονται κατά καιρούς και στην περιοχή γύρω από το μικρό ελληνιστικό ιερό, ενώ το 2005 ανασκάφηκε -με αφορμή τη διάνοιξη κοινοτικής οδού- τμήμα του ΝΑ νεκροταφείου της πόλης. Εδώ στο σύνολό τους οι τάφοι ήταν κεραμοσκεπείς, με αρκετά κτερίσματα που χρονολογούν τη χρήση της θέσης ως νεκροταφείου από τον 4ο έως τον 2ο αι. π.Χ. Ανάμεσα στα κτερίσματά τους ξεχωρίζουν τα πήλινα αγγεία, όπως ανάγλυφοι σκύφοι, ληκύθια, κάνθαροι, αρυτήρες και χάλκινα νομίσματα Λάρισας και Αθηνών.
Το γεγονός της ύπαρξης ενός μικρού ιερού μέσα σε χώρο, που χρησιμοποιούνταν για αιώνες ως νεκροταφείο, σε συνδυασμό με τον τύπο και το είδος κάποιων αναθημάτων υποδεικνύει την ταύτιση του με ιερό αφιερωμένο στη λατρεία θεοτήτων με χθόνιο χαρακτήρα. Και οι τρεις προαναφερόμενες θεές είναι γνωστό από τις αρχαίες πηγές ότι λατρεύονταν στην αρχαιότητα και με τη χθόνια υπόστασή τους. Εκτός από τη λατρεία των εν λόγω θεοτήτων, τα ίδια τα νομίσματα της αρχαίας Όρθης, τα οποία απεικονίζουν τη θεά Αθηνά στον εμπροσθότυπο και το άλογο που ξεπηδάει από τα βράχια στον οπισθότυπο ή την τρίαινα (και τα δύο τελευταία σύμβολα του Ποσειδώνα), μαρτυρούν ότι οι κάτοικοι της αρχαίας πόλης λάτρευαν εξίσου και αυτούς τους ονομαστούς θεούς.
Αρχαιολογική Αποθήκη Κέδρου
Στο κοινοτικό γραφείο της Τ.Ε. Κέδρου παραχωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία αίθουσα, η Αρχαιολογική Αποθήκη Κέδρου, η οποία λειτουργεί ως μικρός εκθεσιακός χώρος. Στην αίθουσα αυτή φιλοξενούνται αρχαία αντικείμενα κυρίως από την αρχαία πόλη της Όρθης αλλά και αντικείμενα που προέρχονται από άλλες θέσεις της γύρω περιοχής. Τα αντικείμενα συνοδεύονται από επεξηγηματικές πινακίδες ενώ υπάρχουν και δύο posters που αναφέρονται σε ανασκαφική έρευνα που έγινε σε ένα Νεολιθικό οικισμό (Μαγούλα) στη στάση Παλιουρίου, πάνω στο δόμο Καρδίτσας ? Κέδρου. Πρόκειται κυρίως για πήλινα και λίθινα ευρήματα, τα οποία προέρχονται από τις ανασκαφικές έρευνες που έγιναν στο παρελθόν αλλά και από τυχαίες περισυλλογές από διάφορες θέσεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι πήλινες σαρκοφάγοι με κυρτό κάλυμμα, το πιθάρι με ταφική χρήση, λίθινη επιτύμβια στήλη, μαρμάρινοι κιονίσκοι και μαρμάρινο ακροκέραμο, λίθινα τριβεία, μυλόλιθοι και τριπτήρες των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων. Επίσης, υπάρχουν λίθινα ευρήματα από τη διακόσμηση εκκλησιών της παλαιοχριστιανικής περιόδου της ευρύτερης περιοχής.
|