Κτισμένο στην κορυφή δυο συνεχόμενων χαμηλών λοφίσκων, το «κάστρο της Κουκουβίτσας», αλλιώς γνωστό ως "κάστρο της Κορυφής" εντοπίζεται περίπου 2,5 χιλιόμετρα βόρεια της ομώνυμης κοινότητας. Πρόκειται για τοπωνύμια τα οποία δεν μαρτυρούν αλλά κρύβουν το αρχαίο παρελθόν του οχυρού και την πόλη για την προστασία της οποίας είχε ανεγερθεί. Με εντυπωσιακά τείχη συνολικού μήκους 86 και μέγιστου σωζόμενου ύψους 3 μέτρων, συνιστά την μοναδική αρχαία ακρόπολη που έχει διασωθεί στο βόρειο τμήμα της Ηλείας.
Κατά τα έτη 2001 - 2004, ανασκαφικές έρευνες και εργασίες ανάδειξης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας βοήθησαν στην καλύτερη κατανόηση του μνημείου του οποίου τα λείψανα διατηρούνταν κάτω από την βλάστηση και δεν είχαν απασχολήσει ιδιαίτερα τους ερευνητές στο παρελθόν.
Το τείχος είναι κτισμένο από μεγάλους ορθογώνιους λιθόπλινθους από πωρόλιθο κατά το ισόδομο σύστημα. Η επιβλητική πύλη εισόδου εντοπίζεται στα ανατολικά και είναι ιδιαίτερα ενισχυμένη και προστατευμένη από δυο πύργους εκατέρωθεν αυτής, ενώ ένας τρίτος πύργος στα νοτιανατολικά συμπλήρωνε την αμυντική ικανότητα του φρουρίου.
Η θέση ίδρυσής του είναι καίρια και προσφέρει άριστη κατόπτευση στην ευρύτερη περιοχή και άρα δυνατότητα ελέγχου κατά την αρχαιότητα των κινήσεων από τα γύρω περάσματα. Προφανώς το οχυρό οριοθετούσε της δυο όμορες περιοχές της Κοίλης Ήλιδας και της Πισάτιδας οι οποίες βρίσκονταν συχνά σε προστριβές με την δεύτερη να αποσκιρτά και να καταφέρνει την αυτονομία της από το ηλειακό κράτος κατά διαστήματα. Τον τελευταίο λόγο όμως τον είχε η Ήλιδα, που κατάφερνε να επανακάμπτει και να θέτει υπό τον έλεγχό της για μεγάλες περιόδους την Πισάτιδα, στην επικράτεια της οποίας βρισκόταν το Πανελλήνιο Ιερό της Ολυμπίας.
Οι μελετητές, με γνώμονα τα αρχαιολογικά στοιχεία σε συνδυασμό με τα ιστορικά δεδομένα, πιστεύουν ότι το οχυρό είχε ανεγερθεί από κάποια πισατική πόλη για να εξυπηρετήσει αποκλειστικά στρατιωτικούς σκοπούς. Από το είδος της τοιχοποιίας αλλά και από τη συλλεγείσα κεραμική, συμπεραίνεται ότι η οχύρωση κτίστηκε μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου, γύρω στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Ο βίος του οχυρού ήταν βραχύς, περίπου ως το 363 π.Χ., οπότε επανακτήθηκε από τους Ηλείους η περιοχή της Πισάτιδας την οποία μαζί με την Τριφυλλία είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει ως αποτέλεσμα της ήττας τους από τους Λακεδαιμονίους.
Ανασκαφικές εργασίες στον περιβάλλοντα χώρο του φρουρίου έφεραν επίσης στο φως λείψανα μυκηναϊκών χρόνων στη νοτιοδυτική πλευρά. Επίσης, εντοπίστηκαν σε πυκνή διάταξη θεμέλια κτηρίων της ελληνιστικής εποχής σε όλη την έκταση του πλατώματος που εκτείνεται ανατολικά μπροστά στην οχύρωση και τα οποία ανήκουν στην αρχαία πόλη.
Σε μικρή απόσταση βορειοανατολικά της ακρόπολης, στη θέση "Φούρνοι", αποκαλύφθηκαν έπειτα από ανασκαφική έρευνα δυο συλημένα κυκλικά ταφικά μνημεία από πωρόλιθο. Πλησίον των μνημείων εντοπίστηκε πλήθος τμημάτων αρχιτεκτονικών μελών από ασβεστόλιθο, κυρίως γείσα, τα οποία προέρχονται από την ανωδομή των τάφων. Βόρεια των ταφικών μνημείων εντοπίστηκε τοίχος από ορθογώνιους πωρόλιθους σωζ. μήκους 12μ. που ερμηνεύθηκε ως περίβολος των ταφικών μνημείων.
Πηγές:
Α.Δ.2001, σελ. 402
Α.Δ.2002, σελ. 417
Α.Δ.2003, σελ. 433
Α.Δ. 2004 σελ. 450
Παπανδρέου Γ., "Η Ηλεία διαμέσου των αιώνων",σελ.121.
|