Οικισμός / Οχύρωση
Ισχυρός οχυρωματικός περίβολος, μήκους 450 μ., προστατεύει τον αρχαίο οικισμό, έκτασης 7 περίπου στρεμμάτων, από την ανατολική, τη βόρεια και τη νότια πλευρά, ενώ η δυτική πλευρά, φυσικά οχυρή, δεν είχε ανάγκη πρόσθετης οχύρωσης.
Καλύτερα διατηρημένη είναι η νότια οχύρωση, η οποία σώζεται σε μήκος 47 μ. και ύψος 4,70 μ. Τα τείχη στην πλευρά αυτή ακολουθούν το ψευδοϊσόδομο σύστημα δόμησης στα άκρα, σε αντίθεση με το κεντρικό τμήμα όπου παρατηρείται πολυγωνικό σύστημα τειχοποιίας με λιγότερο ή περισσότερο επιμελή κατασκευή. Στο σημείο αυτό της οχύρωσης δεν παρατηρούνται πρόσθετα στοιχεία ενίσχυσης της άμυνας, ενώ πύργοι και θλάσεις ενισχύουν την περισσότερο προσπελάσιμη ανατολική πλευρά του οικισμού, η οποία εμφανίζει πιο πρόχειρη τειχοποιία με μικρούς και ακατέργαστους δόμους. Ως υλικό για την κατασκευή των τειχών έχει χρησιμοποιηθεί ο ασβεστόλιθος που αφθονεί στην περιοχή.
Στο ψηλότερο σημείο του λόφου, στη βόρεια πλευρά του οικισμού, βρίσκεται η πιθανολογούμενη ακρόπολη, της οποίας σώζεται τμήμα της βόρειας πλευράς των τειχών. Στο σημείο αυτό, εντοπίζεται άνοιγμα πλάτους 2 μ., το οποίο αποτελούσε και την κύρια πύλη του οικισμού.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, επισκευάζονται τα τείχη του οικισμού και γίνονται προσθήκες, με εμφανείς τουλάχιστον δύο επισκευαστικές φάσεις, ενώ αρχαίο δομικό υλικό φαίνεται ότι επαναχρησιμοποιήθηκε σε πολλά σημεία των τειχών. Κατασκευαστικά χαρακτηρίζονται από την απουσία κονιάματος και τη χρήση μεγάλης ποικιλίας μεγεθών στους λίθους, οι οποίοι τοποθετούνται σε επάλληλες σειρές. Για την αμυντική αποτελεσματικότητα της οχύρωσης, διατηρήθηκαν οι υπάρχοντες αρχαίοι πύργοι, οι οποίοι ενισχύθηκαν με διάφορες επισκευές, ενώ ένας νέος πύργος, ορθογώνιας κάτοψης, χτίστηκε δίπλα στην αρχαία πύλη της βόρειας πλευράς της ακρόπολης για να ελέγχει την πρόσβαση στον οικισμό.
Στη βυζαντινή περίοδο, ο οικισμός, ιδιαίτερα πυκνοδομημένος, με στενά δρομάκια και λιθόστρωτα καλντερίμια, εξαπλώνεται και εκτός των τειχών. Ακολουθώντας τη φυσική κλίση του εδάφους, τα σπίτια θεμελιώνονται στο βραχώδες έδαφος και χτίζονται με ξερολιθιά. Είναι πολυδώματα, πολλά από αυτά έχουν δεύτερο όροφο στον οποίο οδηγεί λίθινη σκάλα και μεγάλα παράθυρα που εξασφάλιζαν στο εσωτερικό τον απαραίτητο φωτισμό. Πεζούλια στις μακρόστενες πλευρές και εσοχές στην τοιχοποιία εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των ενοίκων.
Δεξαμενές συγκέντρωναν τα όμβρια ύδατα, ενώ φυσικές πηγές και τα νερά του ποταμού Καλαμά εξασφάλιζαν την επάρκεια του οικισμού. Ένας ανοιχτός χώρος, χωρίς ιδιαίτερη δόμηση, μεταξύ του ναού της Κοίμησης και των Ταξιαρχών, πρέπει να χρησιμοποιήθηκε ως χώρος συνάθροισης. Τρία γεφύρια εξασφάλιζαν την πρόσβαση των κατοίκων στην απέναντι πεδιάδα. Ιδιαίτερα εντυπωσιακών διαστάσεων το γεφύρι που χτίστηκε το 1628 στις όχθες του Καλαμά, όπως μας πληροφορεί πλίνθινη επιγραφή που σώζεται στο ύψος του ανώτερου δόμου, πάνω στο βάθρο αρχαίου γεφυριού.
Οι ναοί της Οσδίνας
Κατά την παράδοση, στον οικισμό της Οσδίνας υπήρχαν δέκα ναοί. Σήμερα εντοπίζονται οι οκτώ και μία σκήτη, από τους οποίους σε καλή κατάσταση διατήρησης είναι αυτοί της Κοίμησης της Θεοτόκου, των Ταξιαρχών, του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Δημητρίου και του Προφήτη Ηλία. Οι ναοί του Αγίου Ιωάννη, του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Γεωργίου σώζονται σε επίπεδο θεμελίωσης.
Οι δυο επιβλητικοί ναοί (Ταξιαρχών, Κοίμησης Θεοτόκου) που βρίσκονται στο κέντρο του οικισμού, χρονολογούνται στον 16ο και 17ο αιώνα αντίστοιχα. Εσωτερικά είναι κατάγραφοι με τοιχογραφίες που αποτελούν εξαιρετικά δείγματα ζωγραφικής του 17ου αιώνα.
Ο ναός της Κοίμησης ανήκει στο σταυροεπίστεγο ναό με τρίπλευρη αψίδα στα ανατολικά, κτισμένος με αδρά κατεργασμένους λίθους και αραιά παρεμβαλλόμενους πλίνθους σε όλες τις πλευρές. Για τους κτήτορες του ναού, Ιωάννη Πετροψαρά και παπά Γαλάνη, όσο και για το έτος κτίσης (1609), πληροφορίες αντλούμε από πλίνθινη κτητορική επιγραφή που είναι εντοιχισμένη στην ανατολική πλευρά, ενώ μία δεύτερη στη βόρεια αναφέρεται στην προσθήκη εγκάρσιας καμάρας το 1610, στη μορφή που ο ναός σώζεται σήμερα.
Όλες οι εσωτερικές επιφάνειες είναι κοσμημένες με παραστάσεις που αναπτύσσονται σε ζώνες και ορίζονται από ταινίες ερυθρού χρώματος με λευκό πλαίσιο. Επιγραφή πάνω από την είσοδο της δυτικής πλευράς του ναού, αναφέρει ότι ο ζωγραφικός διάκοσμος έγινε με δαπάνη του παπά Γαλάνη και της μητέρας του Ευγενίας. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού φαίνεται να ακολουθεί την παλαιότερη καλλιτεχνική παράδοση της περιοχής, όπως αυτή εκφράστηκε στα έργα της Σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδας κατά τον 16ο αι., ενώ ανιχνεύονται και επαφές με τα περίφημα εργαστήρια από το Λινοτόπι της Καστοριάς. Στα βασικά του χαρακτηριστικά είναι ενταγμένος στο πλαίσιο της τέχνης του 17ου αι., που χαρακτηρίζεται από τον εκλεπτισμό στην απόδοση των μορφών, την αφηγηματική διάθεση αλλά και τη τάση απλοποίησης των συνθέσεων.
Ο ναός των Ταξιαρχών ανήκει στον τύπο του μονόχωρου καμαροσκέπαστου ναού με ψηλά μακρόστενη τρίπλευρη αψίδα και δικλινή στέγη, κτισμένος με αδρά λαξευμένους λίθους, στους οποίους παρεμβάλλονται πλίνθοι, κυρίως στην ανατολική πλευρά. Οι μοναδικές πληροφορίες για τον ναό αντλούνται από τις δύο επιγραφές στην ανατολική και δυτική πλευρά αντίστοιχα, οι οποίες αναφέρονται στην ημερομηνία ανέγερσης το 1577 και το έτος εικονογράφησης του μνημείου το 1620.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού είναι τυπικό για τη διακόσμηση των δρομικών ναών της εποχής του, προσαρμοσμένο στις μικρές διαστάσεις του μνημείου. Στηρίζεται κυρίως στην εικονογραφική παράδοση της Σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδας, ενώ παρουσιάζει έμμεσες επιρροές από το καλλιτεχνικό ρεύμα της Κρητικής Σχολής και της ζωγραφικής του Μακεδονικού χώρου.
Ο ναός του Αγίου Αθανασίου έως το 1930 ήταν σταυρεπίστεγος με ψηλή τρίπλευρη αψίδα, χαγιάτι και λιθόκτιστη μάντρα. Ο σημερινός ναός είναι μονόχωρος και η ανοικοδόμησή του έγινε το 1954. Εσωτερικά διακρίνονται ίχνη τοιχογραφιών. Ο αρχικός ναός χρονολογείται στον 17ο αιώνα.
Ο ναός του Αγίου Ιωάννη γνώρισε πολλές μετασκευές. Στην αρχική του μορφή πιθανότατα ήταν μονόχωρος. Πλαϊνά κλίτη προστέθηκαν σε μεταγενέστερη περίοδο. Ο βόρειος χώρος του ναού είναι πιθανό να προοριζόταν για ταφική χρήση.
Βιβλιογραφία
1. Βαρβάρα Παπαδοπούλου κ.α., Ουζντίνα. Ένας μεσαιωνικός οικισμός της Θεσπρωτίας, 8η ΕΒΑ, Ιωάννινα 2014
2. Σπύρος Μουσελίμης, Η Βυζαντινή Οσδίνα και τα αρχαία αυτής τείχη, Θεσσαλονίκη 1975
3. Δημήτριος Κωνστάντιος, «Ουζντίνα Θεσπρωτίας: Η ιστορική διαδρομή, η πολεοδομική εξέλιξη και τα μνημεία ενός αρχαίου και μεσαιωνικού οικισμού», ΔΧΑΕ 15 (1989-1990), Περίοδος Δ΄, Αθήνα 1991
4. Δημήτρης Καμαρούλιας, Τα Μοναστήρια της Ηπείρου, τ. Β΄, σελ. 47-50
|