Η νήσος Ίκος, η σημερινή Αλόννησος, ήταν γνωστή στην αρχαιότητα για την εκτεταμένη αμπελοκαλλιέργεια και για την παραγωγή κρασιού. Ανάλογες δραστηριότητες αναπτύσσονταν και στις γειτονικές νήσους Σκίαθο, τη σημερινή Σκιάθο, και Πεπάρηθο, τη σημερινή Σκόπελο.
Για την οργάνωση και τη λειτουργία της οινοπαραγωγικής δραστηριότητας στα νησιά των Βορείων Σποράδων υπάρχουν μέχρι τώρα λίγα δεδομένα. Πιθανόν επρόκειτο για οργανωμένα "κτήματα" μακριά από τα αστικά κέντρα, αλλά προφανώς μέσα στη "χώρα" τους, δηλαδή τη ζωτική περιοχή τους. Επιλέγονταν κατάλληλες τοποθεσίες, συνήθως μικρές εύφορες κοιλάδες που διέθεταν πόσιμο νερό, όπου θα υπήρχαν ευνοϊκές συνθήκες για την καλλιέργεια της αμπέλου, αλλά και δυνατότητα για τη δημιουργία εγκαταστάσεων παραγωγής και αποθήκευσης του κρασιού. Στον ίδιο χώρο λειτουργούσαν και τα εργαστήρια κατασκευής των απαραίτητων για την εξαγωγή του κρασιού αμφορέων, ενώ τα ορυχεία του πηλού θα βρίσκονταν εκεί κοντά. Θα έπρεπε ακόμη να υπάρχουν οικήματα για τη διαμονή των εργαζομένων στο "κτήμα" και ενδεχόμενα των οικογενειών τους. Οι τοποθεσίες αυτές ήταν κατά κανόνα παράλιες, με μικρά φυσικά λιμάνια, επειδή η φόρτωση των αμφορέων στα πλοία θα πρέπει να γινόταν απ' ευθείας από τον τόπο παραγωγής του κρασιού.
Η μεταφορά του κρασιού στην αρχαιότητα γινόταν μέσα σε πήλινους αμφορείς με μακρύ πόδι, τους λεγόμενους "οξυπύθμενους", που είχαν ιδιαίτερο σχήμα σε κάθε τόπο παραγωγής, ώστε να γίνεται αμέσως αντιληπτή η προέλευση τους.
Οι χαρακτηριστικοί τύποι των τοπικών αμφορέων της Ίκου είναι παρόμοιοι με τους αντίστοιχους αμφορείς της γειτονικής Πεπαρήθου, ακόμη και ως προς το είδος του πορτοκαλόχρωμου πηλού από τον οποίο είναι πλασμένοι.
Τύπος I: Οι αμφορείς του τύπου αυτού είναι οι πολυπληθέστεροι. Πρόκειται για ψιλόλιγνα αγγεία, ύψους 0,80 μ.- 0,90 μ. και χωρητικότητας 16 έως 20 λίτρων. Έχουν πολύ χαρακτηριστικό ψηλό λαιμό και μακρόστενο πόδι που απολήγει στο κάτω μέρος σε αμφικωνικό "κομβίο", το σχήμα του οποίου διαφοροποιείται ανάλογα με το εργαστήριο προέλευσης τους. Οι αμφορείς των εργαστηρίων της Ίκου γενικά παρουσιάζονται πιο αμελείς στην κατασκευή τους, σε σύγκριση με τους όμοιους της Πεπαρήθου, και το "κομβίο" τους στην κάτω πλευρά είναι πιο φαρδύ, με μια κοιλότητα αρκετά μεγαλύτερης διαμέτρου.
Τύπος II: Ο τύπος αυτός των αμφορέων αντιπροσωπεύεται από λιγότερα δείγματα. Πρόκειται για αγγεία ύψους περίπου 0,70 μ., με κοντό λαιμό και μεγάλο ωοειδές σώμα, χωρίς ψηλό πόδι. Στο κάτω μέρος της κοιλίας υπάρχει ένα "κομβίο" όμοιου σχήματος με εκείνο των αμφορέων του τύπου I.
Οι δυο κυριότεροι τύποι των τοπικών αμφορέων, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα, τοποθετούνται χρονικά στην κλασική και στην πρώιμη ελληνιστική εποχή, κυρίως όμως στον 4ο αι. π.Χ. Με τη χρονολόγηση αυτή συμφωνούν και οι περισσότερες αρχαίες φιλολογικές πηγές που αναφέρονται στον οίνο των νήσων των Βορείων Σποράδων.
Πολλοί από τους αμφορείς της Ίκου έφεραν στις λαβές τους σφραγίσματα με την επιγραφή ΙΚΙΟΝ, δηλαδή "προϊόν της Ίκου". Τα σφραγίσματα αυτά αποτελούν το πιο σημαντικό στοιχείο για την ταύτιση του αρχαίου ονόματος της νήσου.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, οι αντίστοιχοι αμφορείς της Πεπαρήθου δεν ήταν ενσφράγιστοι, αλλά έφεραν μικρούς χαρακτούς κύκλους στο λαιμό, στις λαβές ή στο πόδι.
|