Τάφος Α: Κτιστός κιβωτιόσχημος τάφος. Εσωτερικά ήταν επιχρισμένος με λευκό κονίαμα και έφερε, σε ύψος 0,57μ. από το δάπεδο, διακοσμητική ζώνη με πλοχμό από κυανά φύλλα και καρπούς σε ερυθρό έδαφος, πλάτους 0,065μ., η οποία περιβαλόταν επάνω από κίτρινη ταινία και κάτω από κυανή. Ο τάφος ήταν γεμάτος με χάλκινα και πήλινα αγγεία, σκεύη, κοσμήματα και διάφορα μικροαντικείμενα. Πεσμένος προς το βόρειο τοίχο βρέθηκε χάλκινος κρατήρας με ελικοειδείς λαβές και σπαράγματα υφάσματος που περιείχαν τα υπολείμματα της καύσης του νεκρού, τμήματα από χρυσό στεφάνι με φύλλα δρυός και θραύσματα ξύλινου στελέχους στεφανιού με χάλκινα επίχρυσα φύλλα και πήλινους επίχρυσους καρπούς. Στα κατάλοιπα της πυράς του νεκρού, πάνω από τις καλυπτήριες λιθόπλινθους εντοπίστηκαν αιχμές δοράτων και σαυρωτήρες, ζεύγος χάλκινων περικνημίδων, ασημένια και χάλκινα ελάσματα από θώρακα ή ασπίδα καθώς και υπολείμματα ιπποσκευής. Εξαιρετικής σημασίας εύρημα αποτελεί ο κύλινδρος απανθρακωμένου παπύρου που βρέθηκε στο παχύ στρώμα της πυράς. Ανήκει στην ορφική γραμματεία και υπομνηματίζεται λεξιλογικά και ερμηνεύεται αλληγορικά ένα αρκετά παλιότερο από την εποχή του ορφικό ποίημα με κοσμογονικό και θεογονικό περιεχόμενο, ένα θρησκευτικό κείμενο που προτείνει μια θεογονία διαφορετική από την επίσημη Ησιόδεια. Εκτός από τον πάπυρο, ένα ακόμη εύρημα της πυράς έχει ιδιαίτερη σημασία και είναι τα θραύσματα από έξι τουλάχιστον πήλινα κιονόκρανα δωρικού ρυθμού, τα οποία ανήκαν σε ξύλινη ορθογώνια κατασκευή, που είχε πιθανώς τη μορφή δωρικού μονόπτερου να?σκου, πάνω στην οποία τοποθετήθηκε η κλίνη με το νεκρό άνδρα, ενώ στο κενό μεταξύ των κιόνων τα ξύλα της πυράς.
Τάφος Β: Κιβωτιόσχημος τάφος, κτισμένος κατά το ισόδομο σύστημα. Έφερε εσωτερικά ασβεστοκονίαμα δύο αποχρώσεων σε δύο ισοϋψείς επάλληλες ζώνες, κόκκινου χρώματος και λευκού με οριζόντιο συνεχόμενο πλοχμό κλαδιών ελιάς με κυανέρυθρα φύλλα και μελανούς καρπούς. Μπορεί να χαρακτηριστεί και μνημειακός χάρη στην τελειότητα των αναλογιών του (3,06x1,53μ.). Η ευρυχωρία του θαλάμου επέτρεψε την άνετη διάταξη των κτερισμάτων σε σαφώς διακρινόμενες συστάδες. Ξεχωριστή θέση κατέχει ο περίφημος χάλκινος «Κρατήρας του Δερβενίου» με τις ανάγλυφες διονυσιακές παραστάσεις στο σφυρήλατο κορμό του, ο οποίος δέχτηκε την τέφρα ενός άνδρα και μιας νεαρής γυναίκας, ίσως της συζύγου του. Τα υπολείμματα των απανθρακωμένων οστών ανήκουν σε άνδρα ηλικίας 35-50 ετών και σε γυναίκα μικρότερης ηλικίας. Το γεγονός ότι το σώμα της τοποθετήθηκε στην ίδια πυρά, τα καμένα οστά της περισυνελέγησαν επιμελώς, τυλίχτηκαν σε πορφυρό ύφασμα και τοποθετήθηκαν μαζί μ? αυτά στον ίδιο κρατήρα, δείχνει αφενός τη στενή σχέση της με τον άνδρα, συζυγική, και αφετέρου την υψηλή κοινωνική της θέση. Η επιγραφή από αργυρά ένθετα γράμματα γύρω στο ιωνικό κυμάτιο του χείλους, Αστιούνειος Αναξαγοραίοι ες Λαρίσας, δηλώνει πιθανότατα τον κάτοχο του κρατήρα, ο οποίος ήταν μέλος οικογένειας Θεσσαλών που ζούσε εξορισμένη στη Μακεδονία από το 344 π.Χ. Μεγάλος αριθμός ασημένιων και χάλκινων σκευών και αγγείων, πήλινων και αλαβάστρινων αγγείων καθώς και σιδερένιων και χάλκινων όπλων, ιπποσκευής, είδη ενδυμασίας και εξαρτήματα κιβωτιδίων αλλά και κοσμήματα και ένα τέταρτο χρυσού στατήρος Φιλίππου Β΄ συμπληρώνουν τον πλούτο της ταφής και τονίζουν την ιδιαίτερη κοινωνική θέση των νεκρών.
|