|
|
|
|
|
Γενική Άποψη από τον αρχαιολογικό χώρο του Παλατιανού
|
|
|
Η πρωιμότερη περίοδος κατοίκησης στην πόλη ανάγεται πιθανόν στον 10ο αι. π.Χ., ενώ η κατοίκηση συνεχίζεται και τους επόμενους αιώνες. Η πόλη αναπτύσσεται κατά την κλασική εποχή και αποκτά χαρακτηριστικά αστικού κέντρου από τον 4ο αιώνα ως τα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα. Η ακμή της ωστόσο τεκμηριώνεται κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, από τον 1ο αι. ως τον 3ο μ.Χ. αιώνα, όταν και καταστρέφεται από άγνωστη αιτία.
Η πόλη προστατευόταν από οχυρωματικό περίβολο και αναπτυσσόταν με ένα ιδιαίτερα οργανωμένο ρυμοτομικό σχέδιο, προσαρμοσμένο στην μορφολογία του εδάφους. Ήταν πυκνοκατοικημένη με πλακόστρωτους δρόμους, υδρευτικό και αποχετευτικό δίκτυο, ευρύχωρες κατοικίες με αποθηκευτικούς και υπαίθριους χώρους, καθώς επίσης, με εργαστηριακούς (μεταλλευτικούς και άλλους) και λατρευτικούς χώρους. Η ύπαρξη ενός κεντρικού αναλημματικού τοίχου, στα ανατολικά του κεντρικού δρόμου, σε επαφή με τον οποίο δομήθηκαν όλα σχεδόν τα κτίσματα της περιοχής αυτής, μαρτυρά πολιτική βούληση και προσχεδιασμό της αρχιτεκτονικής της.
Οι οικίες ήταν ευρύχωρες, με τα κύρια δωμάτιά τους τοποθετημένα συνήθως κατά μήκος του δρόμου και βοηθητικούς ημιυπαίθριους χώρους, στους οποίους εντοπίζεται πολλές φορές ένα ορθογώνιο λιθόστρωτο δάπεδο που χρησίμευε πιθανόν ως βάση οικιακού βωμού. Ήταν κεραμοσκεπείς και οι τοίχοι τους επιχρισμένοι με λευκά κονιάματα. Τα δάπεδά τους σε άλλες περιπτώσεις ήταν λιθόστρωτα και σε άλλες στρωμένα με πήλινες πλάκες ή με πηλόχωμα. Στο εσωτερικό τους εντοπίστηκαν εσωτερικές κατασκευές, κυρίως θρανία και γωνιακές κτιστές κατασκευές για την προετοιμασία του φαγητού, ενώ τα δεκάδες ευρήματα, όπως τα πήλινα και γυάλινα αγγεία, τα λυχνάρια, τα σιδερένια και χάλκινα εργαλεία, τα ειδώλια, οι μήτρες κατασκευής αγγείων, ειδωλίων και πήλινων πλακιδίων, καθώς και το πλήθος των νομισμάτων, μας παρέχουν πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των κατοίκων, τις ασχολίες τους και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Το κεντρικότερο σημείο της πόλης, δυτικά από τον αρχαίο δρόμο, καταλαμβάνουν δύο τιμητικά Ηρώα (Ι και ΙΙ), τα οποία χρονολογούνται στο τέλος του 1ου ? αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Πρόκειται για κτηριακές ενότητες που αποτελούνται από τετράγωνους περιβόλους εξωτερικά, αλλά διαφέρουν ως προς την εσωτερική τους οργάνωση. Το σημαντικότερο από αυτά, το Ηρώο Ι, αποτελείται από ένα ορθογώνιο μεγαλοπρεπές κτίσμα που πατά σε κρηπίδωμα στο κέντρο του περιβόλου. Στο εσωτερικό του, πάνω σε ένα υψηλό ορθογώνιο βάθρο, τοποθετήθηκαν οι μαρμάρινοι ανδριάντες πέντε μελών μιας σημαντικής οικογένειας που λατρεύτηκαν ως ήρωες. Από τα πέντε αγάλματα βρέθηκαν το 1960 τα τέσσερα, ωστόσο οι ενεπίγραφες πλάκες του βάθρου αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους. Πρόκειται για τον πατέρα Πατράο, την μητέρα Αμμία και τους τρεις γιους Αλέξανδρο, Ζωίλο και Μήδη. Το όνομα Πατράος ανακαλεί τον βασιλικό οίκο των Παιόνων. Η μεταγενέστερη, όμως, χάραξη στο βάθρο του ονόματος του ενός γιου, του Ζωίλου, υποδεικνεύει ότι αρχικά το βάθρο προορίζονταν για τέσσερις μορφές και είναι αμφίβολο αν το πέμπτο άγαλμα προστέθηκε τελικά, δεδομένου ότι αυτό ποτέ δεν βρέθηκε. Μπροστά από το κτήριο του τιμητικού βάθρου αποκαλύφθηκε ο βωμός για την λατρεία, ενώ υπολείμματα τελετουργικών πράξεων βεβαιώνουν για τη λατρεία της οικογένειας ως ήρωες, η οποία θα λάμβανε χώρα στους εξωτερικούς χώρους του συγκροτήματος, όπου συγκεντρώνονταν οι πολίτες. Το Ηρώο ΙΙ, δίπλα στο Ηρώο Ι, είχε διαφορετική οργάνωση των χώρων του. Εσωτερικά, διαμορφώνεται σε τρία κλιμακωτά επίπεδα και στη δυτική του πλευρά υπάρχουν τρία δωμάτια στεγασμένα με πλακόστρωτο δάπεδο. Στη δυτική πλευρά του μεσαίου δωματίου εντοπίστηκε ένας κιβωτιόσχημος τάφος κτισμένος και καλυμμένος με πήλινες και λίθινες πλάκες.
Στην κορυφή του λόφου και 9,50 μ. ψηλότερα από το σημείο όπου εντοπίστηκε το Ηρώο, αποκαλύφθηκε πολυγωνικός περίβολος με άξονα ΒΔ-ΝΑ, ο οποίος περικλείει χώρο έκτασης περίπου 3,5 στρεμμάτων. Χωρίζεται σε τρία τμήματα και η είσοδος προς το εσωτερικό του εντοπίστηκε περίπου στο μέσον της ανατολικής πλευράς. Στο κεντρικό τμήμα του έχει αποκαλυφθεί ένα μεγάλο ορθογώνιο κτήριο, του οποίου η ανασκαφική έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη. Ένα τετράγωνο κτήριο σε επαφή με τον περίβολο στη βόρεια πλευρά του υποστηρίχθηκε ότι ανήκε σε πύργο. Η οργάνωση των χώρων στην κορυφή του λόφου καθιστά πολύ πιθανή την αναζήτηση στην περιοχή αυτή του διοικητικού και θρησκευτικού κέντρου της πόλης, ενώ το μικρό πάχος των τοίχων του περιβόλου δεν υποστηρίζει την ερμηνεία του ως οχυρωματικού.
Η οικονομική οργάνωση του αστικού κέντρου βασιζόταν σε γεωργοκτηνοτροφικές, εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες. Η πληθώρα και η ποικιλία των ευρημάτων (πήλινα αγγεία, ειδώλια, σφραγίδες, υφαντικά βάρη, μεταλλικά αντικείμενα κλπ) αποκαλύπτουν το μεγάλο εύρος ασχολιών των κατοίκων και το υψηλό βιοτικό τους επίπεδο. Τα νομίσματα που βρέθηκαν αποκαλύπτουν τις εμπορικές σχέσεις με άλλες πόλεις της Μακεδονίας (Αμφίπολη, Πέλλα, Θεσσαλονίκη, Στόβοι, Φιλίπποι, Ηράκλεια Σιντική και άλλες). Η γεωργία και η κτηνοτροφία συνυπάρχει με εξειδικευμένες εργασίες, όπως την κεραμική και τη μεταλλουργία. Οι οικοτεχνικές δραστηριότητες, όπως το άλεσμα των δημητριακών για την προετοιμασία της τροφής και η υφαντουργία, επιβεβαιώνονται με την ανεύρεση πολυάριθμων τριπτήρων, μυλολίθων και υφαντικών βαρών. Παιδικά παιγνίδια, όπως πήλινα αλογάκια και ειδώλια ζώων, μας δίνουν μια όψη του κόσμου των παιδιών.
Στην πόλη λατρεύονται οι θεοί του δωδεκαθέου, όπως ο Δίας Ύψιστος, ο Ερμής, η Αθηνά, οι Χάριτες, ο Ήρωας Ιππέας. Πολύ σημαντική αποδεικνύεται η λατρεία του θεού Διονύσου, η οποία μεταξύ άλλων επιβεβαιώνεται από το ολόσωμο μαρμάρινο άγαλμα του θεού με δορά πάνθηρα και από μία αναθηματική επιγραφή, στην οποία αναφέρονται οι μύστες Διονύσου Γονγύλων. Το προσωνύμιο συναντάται και σε επιγραφή του 1ου αι. μ.Χ. από το Σαραπείο στην Θεσσαλονίκη και συνδέεται με τον Σάραπη και με τον επίσης αιγυπτιακής καταγωγής θεό Βησά, ειδώλια του οποίου έχουν βρεθεί στην περιοχή του Ηρώου ΙΙ. Σημαντική ήταν επίσης και η λατρεία της ανατολικής θεότητας Κυβέλης επείσακτη επίσης θεότητα και μητέρα των Θεών.
|