ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
Ο υπό ανάδειξη αρχαιολογικός χώρος της κοινότητας Τούμπας του Δήμου Παιονίας βρίσκεται περίπου 3 χλμ. βορειοανατολικά του ομώνυμου χωριού (Εικ. 1). Οι δύο ταφικοί τύμβοι (Ι & ΙΙ), που δεσπόζουν στο χώρο, συμπληρώνονται από έναν τρίτο εντός του σύγχρονου οικισμού, στον οποίο ο τελευταίος οφείλει και την ονομασία του. Τα μνημεία αυτά, σε συνδυασμό με λίγες αυτόνομες ταφές, δηλώνουν την ύπαρξη ενός αρχαίου νεκροταφείου, το οποίο βρισκόταν σε λειτουργία τουλάχιστον κατά τα ύστερα κλασικά και πρώιμα ελληνιστικά χρόνια (ύστερος 4ος και 3ος αι. π.Χ.) και ανήκε σε μία άγνωστη αρχαία πόλη. Η θέση της εικάζεται ότι βρισκόταν στο λοφώδες έξαρμα-'τράπεζα' περίπου 200 μ. βόρεια του αρχαιολογικού χώρου, στη δυτική πλευρά του ποταμού Αξιού και μπορεί να ταυτίζεται με την μαρτυρούμενη από τον Θουκυδίδη αρχαία πόλη της Γορτυνίας. Η θέση των ταφικών τύμβων σηματοδοτεί την πορεία του αρχαίου δρόμου, που ένωνε την εν λόγω αρχαία πόλη με την σημαντική πόλη της Ευρωπού, καθώς και άλλες πόλεις και πολίσματα της ευρύτερης περιοχής.

Το μνημειακό υπόγειο αρχιτεκτόνημα του Τύμβου Ι, κατασκευασμένο από ασβεστολιθικό τόφο, φέρει την χαρακτηριστική για τον τύπο καμαρωτή οροφή και είναι έκκεντρα τοποθετημένο ως προς τον τύμβο που το καλύπτει. Πρόκειται για μονοθάλαμο τάφο με μία κλίνη στο εσωτερικό του και χωρίς ιδιαίτερη διαμόρφωση της πρόσοψης, η οποία έκλεινε με τη βοήθεια μίας εντυπωσιακής μαρμάρινης θύρας. Αν και βρέθηκε συλημένος, τοποθετείται χρονικά στο τέλος του 4ου ή τις αρχές του 3ου αι. π.Χ.

Ο κιβωτιόσχημος τάφος έχει, επίσης, μνημειακό χαρακτήρα τόσο λόγω των διαστάσεων του (3,0μx3,0μ.), όσο και της επιμελημένης κατασκευής του (Εικ. 5). Ο τύπος αυτός πήρε ουσιαστικά το όνομά του από την διαμόρφωση ενός λίθινου κιβωτίου εντός ορύγματος, που μετά την ολοκλήρωση της ταφής δεχόταν ως κάλυψη στο πάνω μέρος του μεγάλους ογκόλιθους. Η έντονη αρχαιοκαπηλική δράση στην περιοχή, η οποία κατέστησε αναγκαία την αρχαιολογική επέμβαση, επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι ο τάφος βρέθηκε πλήρως συλημένος. Η αποκάλυψη, ωστόσο, δύο εναγισμών (τελετουργικές προσφορές προς τον νεκρό), σχεδόν σε επαφή με τον τάφο, επιτρέπουν την χρονολόγηση του προς το τέλος του 4ου αι. π.Χ. (περ. 335-315 π.Χ.), καθιστώντας τον πιθανόν λίγο παλαιότερο από τον γειτονικό Μακεδονικό τάφο.
Συντάκτης
Νεκτάριος Πουλακάκης, Δρ Σταμάτης Χατζητουλούσης, Δρ Αλέξανδρος Λαφτσίδης