ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
 
 
Η πόλη της Πρόερνας των ιστορικών χρόνων οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια παλαιοτέρων οικισμών, οι οποίοι αναπτύχθηκαν στο γήλοφο "Ταψί". Η Πρόερνα βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο της Αχαϊας Φθιώτιδας, πάνω στην αρχαία οδό που συνέδεε την περιοχή της δυτικής Όθρυος με την αρχαία Φάρσαλο, καθώς μνημονεύεται ως θεσσαλική πόλη μεταξύ των Θαυμακών και Φαρσάλων. Στα νοτιοανατολικά της πόλης υπήρχε το ιερό της Δήμητρος Προερνίας. Η ακρόπολη της Πρόερνας επιστέφει τις δύο πεπλατυσμένες κορυφές του βραχώδους υψώματος "Γυναικόκαστρο" στο ανατολικότερο και ψηλότερο σημείο του οικισμού. Η ανάπτυξη και οι κατασκευαστικές αρχές της οχύρωσης ακολουθούν σύστημα τεχνικών προδιαγραφών του τέλους του 4ου - αρχών του 3ου αι. π.Χ., εφόσον παρουσιάζουν ομοιότητες με σύγχρονα έργα στη Θεσσαλία. Οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ιδιαιτέρως ο Κάσσανδρος και οι Αντιγονίδες επεδίωξαν να επιβληθούν στην Κεντρική Ελλάδα με τον έλεγχο και την ενίσχυση οχυρών τόπων. Ο οχυρωματικός περίβολός της παρουσιάζει τραπεζιόσχημη κάτοψη. Το νότιο σκέλος του τείχους διατηρείται σε ύψος οκτώ δόμων, αντίθετα το βόρειο δεν υφίσταται. Στον αυχένα, μεταξύ των δύο κορυφών, υπάρχει το διατείχισμα. Ο τοπικός φαιός ασβεστόλιθος παρείχε την πρώτη ύλη για την κατασκευή του τείχους. Σε όλο το μήκος του ο οχυρωματικός περίβολος, πλάτους μεταξύ 1,50 και 2,00μ., έχει δύο παρειές κτισμένες κατά το ακανόνιστο ορθογώνιο ή ισόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα. Οι δόμοι δεν είναι ισοϋψείς, ούτε ισομήκεις. Οι διαφορές αυτές δημιουργούν ασυνέχειες και οδοντώσεις στους οριζόντιους αρμούς. Οι κάθετοι αρμοί επίσης αποκλίνουν από την κατακόρυφο. Η πλοκή αυτή αυξάνει τη συνοχή και διασπά τη μονοτονία στην τοιχοποιία. Διάτονοι λίθοι παρεμβάλλονται μεταξύ τριών δρομικών κάθε στρώσης και στοιχίζονται σε κάθε δεύτερη. Στα σημεία αυτά δημιουργούνται εγκάρσια ζεύγματα για τη σταθερότερη σύνδεση των δύο όψεων. Οι κατακόρυφες ακμές στις γωνίες των μεταπυργίων και των πύργων τονίζονται με λαξευμένη ταινία. Ανοικτοί αγωγοί για την παροχέτευση των ομβρίων υδάτων έχουν διανοιγεί στην εξωτερική πλευρά των μεταπυργίων διαστημάτων. Η οχύρωση διαθέτει δύο πύλες και δύο πυλίδες. Η πύλη στο νοτιοανατολικό άκρο της φαίνεται ότι ήταν η κεντρική, η οποία συνέδεε την πόλη με την ύπαιθρο. Έχει άνοιγμα πλάτους 6,65μ. και περιβάλλεται από δύο πύργους, ενώ εσωτερικά διαθέτει αυλή. Οι πυλίδες είναι κάθετα ανοίγματα στο τοίχο του νότιου περιβόλου και προστατεύονται από έναν πύργο. Η οχύρωση της Πρόερνας, όπως και άλλες οχυρώσεις, ενισχύεται από ορθογώνιους πύργους. Πρόσεφεραν ιδανικό χώρο για τη λειτουργία βαλλιστικών μηχανών στους ορόφους υπεράνω του συμπαγούς ισογείου. Οι πύργοι υψώνονταν σε τακτές αποστάσεις, κυμαινόμενες μεταξύ 18 και 47μ. Κατ' αυτόν τον τρόπο καλύπτονταν με ισόρροπη δύναμη πυρός όλα τα μεταπύργια. Οι αλλαγές στην κατεύθυνση του τείχους, οι πύλες, καθώς και οι πυλίδες επεπτεύονταν από πύργους, ωστόσο είναι πυκνότεροι στην περιοχή της κεντρικής πύλης, η οποία πλαισιωνόταν από πρόσθετους πύργους. Στην οχύρωση αυτή, όπως και σε άλλες θεσσαλικές οχυρώσεις, οι πύργοι είναι κατά το ήμισυ ενσωματωμένοι στον τοίχο του περιβόλου. Όσοι πύργοι ελέγχουν πύλες και πυλίδες προβάλλουν και στο εσωτερικό του τείχους. Αυτή η διαπλάτυνση έδωσε τη δυνατότητα διαμόρφωσης λιθόκτιστης υπαίθριας σκάλας για την πρόσβαση στα δωμάτια από το επίπεδο της παρόδου και πάνω. Οι πύργοι αυτοί είναι τετράγωνοι με πλευρά 6μ., ενώ οι ορθογώνιοι έχουν διαστάσεις 6,40χ7,10μ. Σταυροειδείς τοίχοι στο εσωτερικό των πύργων ενίσχυαν την αντοχή τους στα κτυπήματα των βλημάτων, αλλά και τη στατικότητά τους. Η ένδυση των εσωτερικών αυτών τοίχων στις εξωτερικές πλευρές των πύργων εισήγαγε διατονικούς λίθους στο μέσον κάθε δεύτερης δρομικής στρώσης στον ίδιο ρυθμό με τα μεταπύργια διαστήματα, δηλαδή κάθε 3 περίπου δωρικούς πόδες, Αυτή η τεχνική, καθώς και η επιλογή της ορθογώνιας τοιχοποιίας, συνδέεται με τους μηχανικούς των Κασσάνδρου και Δημητρίου Πολιορκητού, διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι ανταγωνίζονταν για την ηγεμονία στην Ελλάδα στο τέλος του 4ου και στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Συντάκτης
Ελένη Ζάχου, Αρχαιολόγος