Το Κάστρο διασώζει όλα τα χαρακτηριστικά ενός οχυρωμένου συνόλου, τείχος, πυκνή δόμηση οικιών και μια πύλη εισόδου στη Βόρεια πλευρά. Ειδικότερα, ο περιορισμένος χώρος και η απότομη τοπογραφία του επέβαλε πυκνή δόμηση με τα κτίσματα σε επαφή το ένα με το άλλο και συνδυασμένα με τον εξωτερικό χώρο, ώστε να αποτελούν μαζί του την οχυρωματική περίμετρο του κάστρου. Η Ακρόπολη αποτελείται από δύο ενότητες. Η πρώτη εκτείνεται προς Βορρά, με σαφή πολεοδομική διάταξη εκατέρωθεν ενός κεντρικού άξονα, και η δεύτερη προς Νότο, κτίσματα της οποίας διατηρούνται σε ερειπιώδη κατάσταση. Στην περιοχή δεσπόζουν δύο μεγάλα, εξέχοντα κτήρια της εποχής της Τουρκοκρατίας, η δίκλιτη Βασιλική του "Παλαιού Ταξιάρχη" και το Τριώροφο κτήριο με το "λιοτρουβειό" στο ισόγειο, το διδακτήριο και τη δεξαμενή στο δεύτερο όροφο και το ναό της Παναγίας των Εισοδίων στον άνω όροφο.
Το Παλαιό Χωριό ή Μεσοχώρι εκτείνεται ανάμεσα στην Ακρόπολη και το νέο χωριό. Η έκτασή του απλώνεται κατά μήκος των υψομετρικών καμπυλών του ανατολικού πρανούς του βράχου. Διασχίζεται από δύο σχεδόν παράλληλους οδικούς άξονες με κατεύθυνση Ν προς Β, από την πύλη της Ακρόπολης μέχρι το νεότερο τμήμα του τέλους του 19ου αιώνα. Τον οικισμό διασχίζουν δευτερεύουσες διακλαδώσεις, παράλληλες και εγκάρσιες, χωρίζοντάς τον σε συγκροτήματα.
Τα συγκροτήματα των οικιών δομούνται με πρόσωπο προς τους οδικούς άξονες, κύριους ή δευτερεύοντες. Τα σπίτια κατά κανόνα είναι μονόχωρα (σπάνια έχουν δίπλα ένα μικρό δωμάτιο) και καλύπτονται με καμάρα και δώμα. Έχουν ξύλινο πάτωμα μεταξύ του κάτω χώρου, του οποίου το μεγαλύτερο μέρος καταλαμβάνουν τα βράχια (ίσως χώρος για σταύλιση ζώων) και του πάνω χώρου, ο οποίος αποτελεί το κυρίως σπίτι. Ενίοτε συναντάται και τύπος μικτού πατώματος, ένα τμήμα με θολωτή κατασκευή και ένα ξύλινο, ή πλήρης κάλυψη του ισογείου με θολωτό πάτωμα, με μοναδικό κενό αυτό της σκάλας. Τα ανοίγματα των κατοικιών του Αναβάτου, πόρτες και παράθυρα, είναι απλά κατασκευασμένα και περιορισμένα. Υπάρχει μία κεντρική είσοδος, στο ισόγειο ή στον όροφο, και ο αριθμός των παραθύρων κυμαίνεται από ένα έως τρία. Εσωτερικά σε αρκετά κτίσματα διατηρούνται τζάκια ή ίχνη αυτών και κόγχες που είχαν την λειτουργία ερμαρίων. Η τοιχοποιία συνίσταται από εμφανή λιθοδομή. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται είναι τοπικός ασβεστόλιθος, ενώ το συνδετικό κονίαμα είναι αργιλόχωμα μικρής περιεκτικότητας σε ασβέστη με αδρανή ποταμίσια άμμο, ποικίλης κοκκομετρίας. Για την κατασκευή της τοιχοποιίας χρησιμοποιούνταν ξύλινα ικριώματα.
Ο τρίτος οικισμός, το νέο χωριό, διαφοροποιείται από τους ανωτέρω μορφολογικά και ως προς την οργάνωση του χώρου. Τα σπίτια κατασκευασμένα από πέτρα είναι μικρών διαστάσεων, διώροφα και στεγασμένα με δίρριχτη στέγη. Σε αυτόν διατηρείται η νεότερη εκκλησία του Ταξιάρχη, που γιορτάζει πανηγυρικά στις 8 Νοεμβρίου. Έξω από το χωριό σώζεται ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Γεωργίου που διατηρεί τοιχογράφηση του 16ου αιώνα.
|