Η χρυσελεφάντινη κλίνη του Αλεξάνδρου Δ΄
Τοποθετημένη στο θάλαμο του τάφου μπροστά από το λίθινο βάθρο με την τεφροδόχο η κλίνη αυτή έμοιαζε αρκετά με εκείνες του Φιλίππου, μολονότι η διακόσμησή της που περιοριζόταν στην εμπρός πλευρά ήταν λιγότερο πλούσια.
Στις βαθιές ζωφόρους δεν υπάρχουν πολυπρόσωπες παραστάσεις αλλά το τυπικό θέμα του διασπαραγμού με γρύπες και άλλα αγρίμια που δεν διατηρούνται σε καλή κατάσταση με συνέπεια να μην είναι δυνατή η ανάπλασή τους. Μια καινοτομία είναι η παρουσία ανάμεσα στις έλικες των επικράνων ανάγλυφων γενειοφόρων μορφών με την ανατολίτικη φορεσιά και τον φρυγικό σκούφο, που ίσως ταυτίζονται με τον θεό Σαβάζιο, μια θρακική παραλλαγή του Διόνυσου.
Ωστόσο το πιο σημαντικό στοιχείο είναι η παράσταση που αναπτυσσόταν στην στενή ζωφόρο στην επάνω τραβέρσα της κλίνης. Εδώ σε ένα εξαιρετικά κομψό ελεφαντοστείνο ανάγλυφο, ένα αληθινό μικροσκοπικό αριστούργημα στο οποίο αποτυπώνεται με μοναδικό τρόπο όλη η αβρότητα και η εκλέπτυνση της τέχνης των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, εμφανίζεται χαμογελαστός και χρυσοστεφανωμένος ο Διόνυσος, γενειοφόρος, με τη δάδα στο ένα χέρι, αγκαλιάζοντας τρυφερά τη γοητευτική συντρόφισσά του από τον ώμο με το άλλο, να προχωρεί στο γλέντι. Ένας νεαρός σάτυρος οδηγεί το θεϊκό ζευγάρι παίζοντας το σουραύλι του, ενώ σάτυροι και μαινάδες στροβιλίζονται εκστατικοί σε έναν τόπο ιερό που τον ορίζουν χορηγικοί τρίποδες.
Δυστυχώς οι περισσότερες μορφές χάθηκαν και αυτές που σώζονται είναι πολύ διαβρωμένες ωστόσο στο σύμπλεγμα του Διόνυσου που σαν από θαύμα μας σώθηκε σε εξαιρετική κατάσταση μπορούμε να αναγνωρίσουμε την απαράμιλλη ποιότητα και την εκπληκτική ακρίβεια της επεξεργασίας. Χαρακτηριστικό της προσοχής που δόθηκε και στην τελευταία λεπτομέρεια, αλλά και του επιπέδου τελειότητας στο οποίο είχε φτάσει η τεχνική της επεξεργασίας του ελεφαντόδοντου στα χρόνια αυτά είναι το γεγονός ότι ο λιλιπούτειος αυλός που έχει πάχος μόλις ένα χιλιοστό ήταν διάτρητος.