Οι λύχνοι αποτελούν το κύριο φωτιστικό μέσο των Βυζαντινών. Οι περισσότεροι ήταν κατασκευασμένοι από πηλό, ενώ χάλκινοι, ασημένιοι (τεχνική του λειωμένου κεριού) και γυάλινοι λύχνοι προορίζονταν κυρίως για πλούσιους. Ο χάλκινος, μονόμυξος λύχνος της Συλλογής ΚΜΛ με σφαιρικό σώμα, κωνική βάση και ειδική υποδοχή για τη στερέωσή του στο λυχνοστάτη είναι εξαιρετικής ποιότητας και ανήκει στη μεγάλη ομάδα χάλκινων λυχναριών της ανατολικής Μεσογείου που χρονολογούνται στον 6ο - 7ο αι. μ.Χ. H λαβή διαμορφώνεται από δύο συστρεφόμενους βλαστούς, οι οποίοι στο σημείο ένωσής τους φέρουν μικρό σταυρό. Το κάλυμμα του λύχνου έχει τη μορφή ανάγλυφου γοργονείου. Ο λυχνοστάτης αποτελείται από τριποδική βάση με στηρίγματα σε σχήμα οπλών αλόγου, ενώ το κάθετο στέλεχος διαθέτει εξάρματα και δίσκο με αιχμή στη μέση. Αντίστοιχοι λύχνοι βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο και στο Λούβρο και ανήκουν στην ίδια ομάδα με τον συγκεκριμένο λύχνο.