Το μυκηναϊκό νεκροταφείο στο Καμπί είναι το μόνο εντοπισμένο μέχρι σήμερα οργανωμένο νεκροταφείο αυτής της περιόδου στο νησί, γεγονός που το καθιστά μοναδικό, επειδή τεκμηριώνει την ύπαρξη μιας μυκηναϊκής θέσης από την οποία αντλούμε πολλά στοιχεία για την τοπογραφία του νησιού, την οργάνωση και τη χρήση του χώρου.
Από τις πρώτες κιόλας περιόδους της Μυκηναϊκής εποχής, οι επιτυχείς εμπορικές δραστηριότητες μιας κοινωνικά ανερχόμενης τάξης οδήγησαν στην ταχεία συσσώρευση πλούτου. Οι τακτικές συναλλαγές με την ανακτορική Κρήτη και τα κέντρα της δυτικής Μεσογείου, στην Κάτω Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία διευκολύνθηκαν από την ίδρυση εμπορικών σταθμών σε πολλά σημαντικά σημεία της Μεσογείου. Για εκείνους που περιέπλεαν την Πελοπόννησο η Ζάκυνθος ήταν το πρώτο και το νοτιότερο νησί του Ιονίου που συναντούσαν μετά τα Κύθηρα. Επίσης, το θαλάσσιο πέρασμα που χωρίζει τη βόρεια Ζάκυνθο από το νότιο άκρο της Κεφαλονιάς και αποτελεί μία από τις φυσικές διεξόδους του κορινθιακού κόλπου προς τη Δύση, καθώς και ο θαλάσσιος δίαυλος που χωρίζει το νησί από την Ήλιδα, στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, αποτελούσαν τους δύο σημαντικότερους ναυτικούς δρόμους επικοινωνίας και μεταφοράς ιδεών και υλικών αγαθών από νότο και ανατολή, προς και από την Κάτω Ιταλία και Σικελία.
Οι 14 τάφοι είναι λαξευμένοι στο φυσικό ασβεστολιθικό πέτρωμα. Είναι λακκοειδείς τετράπλευροι, καλυμμένοι με πλάκες, με διαστάσεις μήκους 1-1,93 μ., πλάτους 0,33-0,80μ. και βάθους 0,33-1,65 μ. Οι πλευρές τους είναι ευθείες και οι γωνίες ορθές ή ελαφρά αποστρογγυλεμένες, ο πυθμένας τους σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις οριζόντιος και επίπεδος. Οι δύο ή περισσότερες λίθινες πλάκες που κάλυπταν την ταφή στηρίζονταν ενίοτε για την καλύτερη εφαρμογή τους σε εγκοπή (πατούρα) που είχε λαξευθεί στο χείλος των τάφων. Οι λακκοειδείς τάφοι είναι ο πρώτος χρονολογικά τύπος μυκηναϊκού τάφου που εμφανίζεται κατά την Πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο (1600-1500 π.Χ.). Το μακρόστενο, κάθετο στο έδαφος όρυγμα καλυπτόταν μετά την ταφή με ακατέργαστες λίθινες πλάκες, σε ύψος περίπου ενός μέτρου από τον πυθμένα. Ο χώρος επάνω από τις καλυπτήριες πλάκες έως την επιφάνεια του εδάφους γεμιζόταν με χώμα και στην κορυφή του χωμάτινου σωρού τοποθετούνταν μια λίθινη επιτύμβια στήλη, το σήμα. Οι νεκροί των λακκοειδών τάφων ήταν τοποθετημένοι συνήθως σε ύπτια στάση με ελαφρά λυγισμένα τα πόδια και στις περιπτώσεις τάφων μικρών διαστάσεων ενταφιάζονταν με συνεσταλμένα τα άκρα.
Σε αντίθεση με την πλειονότητα των μυκηναϊκών νεκροταφείων στα γνωστά μυκηναϊκά κέντρα, στα οποία οι λακκοειδείς αποτελούν ισχνή μειοψηφία μεταξύ των πολυπληθέστερων θαλαμοειδών τάφων, στο μικρό νεκροταφείο στο Καμπί οι τάφοι ανήκουν εξολοκλήρου στον τύπο του λακκοειδούς, ο οποίος αποτελεί στοιχείο επαρχιωτισμού και απαντά κυρίως στις παρυφές του μυκηναϊκού κόσμου. Ένα άλλο ιδιαίτερο γνώρισμα των τάφων στο Καμπί είναι ότι περιείχαν πολλαπλές ταφές εν αντιθέσει προς τους λακκοειδείς άλλων περιοχών, που δέχονταν έναν ή δύο νεκρούς. Προφανώς οι τάφοι στο Καμπί χρησιμοποιήθηκαν ως οικογενειακοί και τούτο θα πρέπει να αποδοθεί στη δυσκολία λάξευσης του σκληρού ασβεστολίθου της περιοχής και στην πενία των κατοίκων του απομονωμένου ορεινού μικρού συνοικισμού. Τα μυκηναϊκά νεκροταφεία βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από τους οικισμούς, αλλά μέχρι σήμερα στο Καμπί δεν έχει εντοπισθεί ο οικισμός στον οποίο ανήκαν οι τάφοι.
Ως πρότυπα για την αρχιτεκτονική των τάφων και των ταφικών εθίμων λειτούργησαν ανάλογα μνημεία από τις γειτονικές περιοχές της δυτικής Πελοποννήσου, κυρίως από τη Μεσσηνία και την Τριφυλία. Το νεκροταφείο χρονολογείται μεταξύ της ΥΕΙΙΙΑ και ΥΕΙΙΙΒ περιόδου (1400-1190 π.Χ.) από τα εγχώρια κατασκευασμένα, μυκηναϊκής τεχνοτροπίας πήλινα αγγεία κλειστού και ανοικτού σχήματος (προχοΐδια, τρίωτα αλάβαστρα, ψευδόστομοι αμφορίσκοι, θήλαστρα, κύλικες), το χάλκινο μαχαίρι, τα πήλινα κομβία.
|