ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
© ΥΠΠΟΑ, © Εφορεία  Αρχαιοτήτων Αιτ/νίας και Λευκάδoς
Τοπογραφικό σχέδιο της αρχαίας Λευκάδας
Ιδρυμένη στο ΒΑ άκρο του νησιού, η αρχαία Λευκάδα υπήρξε ισχυρή πόλη-κράτος, που χάρη στη στρατηγική θέση και το λιμάνι της, γνώρισε μεγάλη άνθηση. Το όνομά της πιθανόν προέρχεται από το νοτιότερο ακρωτήριο του νησιού, γνωστό σήμερα ως Κάβο Δουκάτο, που ονομαζόταν Λευκάς άκρα ή Λευκάς πέτρα, από το λευκό χρώμα των βράχων του. Άλλες μυθολογικές παραδόσεις αναφέρουν ότι το όνομα οφείλεται, είτε στον σύντροφο του Οδυσσέα Λεύκο, είτε στον μυθικό ήρωα Λευκάδιο, αδερφό της Πηνελόπης και του Αλυζέα. Το παλαιότερο όνομά του νησιού δεν μας είναι γνωστό, ωστόσο διεκδικεί ένα από τα ονόματα των νησιών που αναφέρονται στα ομηρικά έπη ως γειτονικά της Ιθάκης, ενώ ερευνητές, όπως ο γερμανός αρχαιολόγος W.Dorpfeld, το ταύτισαν με την πατρίδα του Οδυσσέα.



Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης του νησιού ανάγονται στη Μέση Παλαιολιθική περίοδο (200.000 - 35.000 από σήμερα), οπότε κατοικείται από ομάδες Νεάντερνταλ. Κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ένας σημαντικός οικισμός της ΠΕ ΙΙ περιόδου (2500 π.Χ.) ακμάζει στην πεδιάδα του Νυδριού, η οποία κατοικείται και κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο (1700-1600 π.Χ.). Για τη Μυκηναϊκή εποχή τα πρώτα στοιχεία εντοπίστηκαν μόλις πρόσφατα. Μια πρόχειρη εγκατάσταση στον Πόρο και ένας μυκηναϊκός θολωτός τάφος της ΥΕ ΙΙΙΑ-ΙΙΒ περιόδου (14ος-13ος αι. π.Χ.) στον Άγ. Νικήτα προσέθεσαν νέα δεδομένα.



Η αρχαία πόλη ιδρύθηκε το τελευταίο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ. από τους Κορίνθιους, και ως οικιστής της αναφέρεται ο Πυλάδης, ένας από τους νόθους γιους του Κύψελου. Ο αποικισμός του νησιού έγινε στο πλαίσιο ενός οργανωμένου αποικιστικού σχεδίου της μητρόπολης Κορίνθου, που την ίδια περίοδο ιδρύει και τις αποικίες της Αμβρακίας (σημερινή Άρτα), καθώς και τις πόλεις Ανακτόριον και Σόλλιον στην Ακαρνανία. Ανάμεσα σε αυτές, η Λευκάδα κατέχει στρατηγική θέση στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου, πάνω στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους προς τη Δύση και την Αδριατική. Καίριας σημασίας για την επιλογή της υπήρξε το θαλάσσιο στενό ανάμεσα στη Λευκάδα και την Ακαρνανία, που προσέφερε δυνατότητες ασφαλούς ελλιμενισμού. Η αποικία εκτεινόταν στη λοφοσειρά του Κούλμου και την παράκτια πεδιάδα που σχηματίζεται στα ανατολικά της, φθάνοντας μέχρι τη θάλασσα. Πρόκειται για ιδιαίτερα ευνοϊκή θέση που επέτρεπε τον έλεγχο του στενού θαλάσσιου περάσματος μεταξύ του νησιού και των ακαρνανικών ακτών, αλλά και την εποπτεία των βόρειων και δυτικών ακτών της. Επιπλέον, από το σημείο αυτό διέρχονταν ο κύριος δρόμος του οδικού δικτύου που σίγουρα ακολουθούσε την ανατολική πλευρά του νησιού, ενώ υπήρχε η δυνατότητα ελέγχου των μικρότερων χερσαίων περασμάτων προς την δύσβατη δυτική πλευρά του.



Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, οι πρώτοι κάτοικοι της Λευκάδας ονομάζονταν Λέλεγες ή Τηλεβόαι. Μετά την ίδρυση της αποικίας από τους Κορινθίους, η πόλη γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση ως ισχυρή πόλη-κράτος, ενώ δεν έμεινε αμέτοχη στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (481 π.Χ.) οι Λευκάδιοι λαμβάνουν μέρος με τρία πλοία, ενώ στη μάχη των Πλαταιών συμμετέχουν οκτακόσιοι Λευκάδιοι και Ανακτόριοι. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο η Λευκάδα βρίσκεται στο πλευρό των Σπαρτιατών και των Κορινθίων, με αποτέλεσμα να λεηλατηθεί από τους Ακαρνάνες. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) η πόλη καταλαμβάνεται από τον Φίλιππο και περιέρχεται στους Μακεδόνες και τους Ηπειρώτες. Αργότερα προσχωρεί στο Κοινόν των Ακαρνάνων και το 197 π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους. Με την ίδρυση της Νικόπολης αρκετοί από τους κατοίκους της αναγκάζονται στον συνοικισμό της νέας πόλης. Ωστόσο, η κατοίκηση στο νησί συνεχίζεται έως και τον 3ο αι. μ.Χ., οπότε και γνωρίζει την οριστική παρακμή.



Κατά τους μεσαιωνικούς και νεότερους χρόνους η Λευκάδα ονομαζόταν Σάντα Μάουρα ή Σάντα Μαύρα από το εκκλησάκι που ιδρύθηκε μέσα στο ομώνυμο κάστρο κατά τον 14ο αι. μ.Χ. Το νησί αποτέλεσε προσφιλή σταθμό στα ταξίδια Ευρωπαίων περιηγητών, όπως οι E. Dodwell (1801), W.M. Leake (1806) και W. Goodisson (1818-1819), οι οποίοι ταύτισαν διάφορες αρχαιολογικές θέσεις και αποτύπωσαν τα ερείπιά τους. Την περίοδο της Αγγλοκρατίας (1810-1864) πραγματοποιούνται ανασκαφές από άγγλους ευγενείς, με στόχο όμως, τη λεηλασία αρχαιοτήτων, ενώ μετά την ένωση με την Ελλάδα Λευκάδιοι λόγιοι δημοσιεύουν επιγραφές και νομίσματα. Με τις αρχαιότητες του νησιού ασχολήθηκαν επίσης, ο ιστορικός E. Oberhummer (1887) και ο γερμανός γεωγράφος J. Partsch (1889).



Η πρώτη επιστημονική αρχαιολογική έρευνα στο νησί άρχισε στις αρχές του 20ου αι. από τον W. Dorpfeld στην πεδιάδα του νησιού, με στόχο την ταύτισή του με την ομηρική Ιθάκη. Από το 1960 και εξής δραστηριοποιείται στο νησί η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ενώ τα έτη 2011-2013 πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του έργου «Ανάδειξη τμημάτων του οικιστικού πλέγματος της αρχαίας Λευκάδας» του Ε.Π. «Δυτική Ελλάδα-Πελοπόννησος-Ιόνιοι Νήσοι», εργασίες ανάδειξης σε δύο μνημεία της αρχαίας πόλης, μία δημόσια στοά και συγκρότημα οικιών.
Συντάκτης
Δρ. Ολυμπία Βικάτου, αρχαιολόγος - Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτ/νίας και Λευκάδος