Χρυσόβουλο χειρόγραφο
Τα βυζαντινά χρυσόβουλλα ήταν αυτοκρατορικά έγγραφα που εκδίδονταν ειδικά για την παραχώρηση προνομίων και οφείλουν την ονομασία τους στην χρυσή σφραγίδα (βούλλα) που τα συνόδευε ως μέσο επικύρωσης και στολισμού τους. Η πανηγυρικότερη κατηγορία χρυσοβούλων, κατ' εξοχήν έκφραση της μεγαλειότητας του αυτοκράτορα, είναι οι χρυσόβουλοι λόγοι. Διακρίνονται για το επιβλητικό τους μήκος και τυπικά αναγνωρίζονται από την παρένθετη λέξη "Λόγος", γραμμένη συνήθως τρεις φορές με ερυθρό μελάνι μέσα στο κείμενο. Στους λόγους αυτούς ανήκει και το χρυσόβουλο του Βυζαντινού Μουσείου που εξέδωσε ο Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος το 1301 μ.Χ. Αποτελείται από τέσσερα περγαμηνά φύλλα επικολλημένα μεταξύ τους.
Το έγγραφο, το πρωιμότερο σωζόμενο του είδους με μικρογραφική παράσταση του εκδότη αυτοκράτορα, κοσμείται από μικρογραφία, όπου σε χρυσό βάθος παριστάνεται ο Ανδρόνικος Β' ντυμένος με την αυτοκρατορική στολή πατώντας σε ερυθρό μαξιλάρι κοσμημένο με δύο αετούς, έμβλημα των Παλαιολόγων, να παραδίδει το χρυσόβουλλο στον Χριστό. Η παράσταση λειτουργεί ως μέσο επικύρωσης και εγκυρότητας του εγγράφου. Ο Χριστός εικονίζεται ως παραλήπτης, καθώς επέχει τη θέση του προστάτη της μητρόπολης της Μονεμβασίας, που ήταν αφιερωμένη σ' αυτόν. Έμφαση δίνεται και στην προνομιακή σχέση του με τον αυτοκράτορα, ο οποίος τον εκπροσωπεί στη γη ως ο εκλεκτός προστατευόμενός του και επικεφαλής του βυζαντινού κράτους.
Το χειρόγραφο διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση, δεν σώζεται όμως η χρυσή σφραγίδα που θα το συνόδευε. Μεταφέρθηκε τον 18ο αιώνα στα Κύθηρα, απ'όπου το 1903 δωρήθηκε από τον επίσκοπο Κυθήρων Ευθύμιο Καβαθά στη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία και αργότερα ενσωματώθηκε στη συλλογή του Μουσείου.