Το σπουδαιότερο εύρημα του νεκροταφείου του Δερβενίου είναι ο περίφημος χάλκινος κρατήρας, που είχε χρησιμοποιηθεί ως οστεοδόχο σκεύος. Το αριστουργηματικό και μοναδικό στο είδος του έργο σώζεται ακέραιο και το χρυσό του χρώμα οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητα κασσίτερου στο κράμα του χαλκού. Ο κρατήρας είναι κατασκευασμένος με δύο τεχνικές: χύτευση για το χείλος, τις λαβές και τα προσωπεία τους, τη βάση, και τα αγαλμάτια των ώμων, και σφυρηλάτηση για τις ανάγλυφες μορφές της κοιλιάς και του λαιμού. Το σώμα του αγγείου ως το λαιμό κατασκευάσθηκε από ένα έλασμα, ενώ από ένα δεύτερο το άνω τμήμα του λαιμού. Το στόμιο του αγγείου σκεπάζεται με διάτρητο κοίλο κάλυμμα, που χρησίμευε ως σουρωτήρι για το κρασί. Από την πλούσια διακόσμηση του κρατήρα ξεχωρίζει ο λιτός διάκοσμος του ώμου με γλωσσωτό κόσμημα και του χείλους με ιωνικό και λέσβιο κυμάτιο. Το θέμα της κύριας παράστασης αντλείται από το διονυσιακό κύκλο. Κεντρικές μορφές είναι ο Διόνυσος με την Αριάδνη. Ο γυμνός νεαρός θεός ακουμπά σε βράχο ανέμελος, έχει το δεξί χέρι ακουμπισμένο πάνω στο κεφάλι του, το δεξί του πόδι πάνω στα πόδια της Αριάδνης, ενώ συνοδεύεται από ένα πάνθηρα. Δίπλα του κάθεται η όμορφη Αριάδνη, που φοράει καλύπτρα στο κεφάλι και χειριδωτό χιτώνα, και με μια κίνηση του δεξιού της χεριού γεμάτη χάρη, πιάνοντας την καλύπτρα, ετοιμάζεται να αποκαλυφθεί στο σύντροφό της. Σε αντίθεση με την ηρεμία και γαλήνη των κεντρικών μορφών έρχεται ο οργιαστικός χορός των μαινάδων, που πλαισιώνουν το ιερό ζεύγος. Εκστατικό πάθος έχει κυριεύσει τις μαινάδες, το οποίο εκφράζεται με έντονες κινήσεις, με ρούχα που ανεμίζουν, αφήνοντας να διαφανεί κάτω από αυτά η ανατομία του σώματος. Το χορό παρακολουθεί σειλινός με τελείως εξανθρωπισμένη μορφή, ανακατωμένα μαλλιά, γενειάδα, και δέρμα ζώου δεμένο στο λαιμό του. Στέκεται στις άκρες των δακτύλων και έχει σηκωμένο το ένα χέρι σαν να καθοδηγεί τον όλο χορό. Στο άλλο χέρι, πίσω από την πλάτη του, κρατά θυρσό. Αινιγματική είναι η άλλη ανδρική γενειοφόρος μορφή. Πρόκειται για έναν «μονοσάνδαλο» άνδρα που προχωρά σε έντονο βηματισμό. Φορά χλαμύδα και ιμάτιο, από τον ώμο κρέμεται σπαθί στη θήκη του, στο αριστερό κρατά άλλο εγχειρίδιο, ενώ στο δεξί κρατούσε δύο δόρατα. Πρόκειται ίσως για την απεικόνιση του Πενθέα ή του βασιλιά της Υράκης Λυκούργου, που λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του προς το Διόνυσο καταλήφθηκε από μανία.
Τα αγαλματίδια, που κάθονται στους ώμους του αγγείου, ανήκουν στα αριστουργήματα της αρχαίας χαλκοπλαστικής. Η στάση τους προσαρμόζεται στις καμπυλώσεις του κρατήρα. Στη μια πλευρά παρουσιάζεται και πάλι ο νεαρός Διόνυσος, που αρχικά κρατούσε θύρσο, στρέφεται προς την μαινάδα δείχνοντας την με το χέρι του, η οποία κάθεται στην απέναντι μεριά και γέρνει το κεφάλι στο στέρνο. Στην άλλη πλευρά εμφανίζονται ένας αποκοιμισμένος σειλινός με ασκό στο χέρι και μια εκστασιασμένη μαινάδα. Ο λαιμός του αγγείου χωρίζεται σε δυο ζώνες. Η κάτω ζώνη κοσμείται με γιρλάνδα και κισσόφυλλα, ενώ στην πάνω ζώνη παρατάσσονται δώδεκα ανάγλυφα ζώα. Πάνω από το χείλος υπάρχουν φίδια. Οι έλικες των λαβών κοσμούνται από τέσσερις προτομές: στη μια πλευρά από τις προτομές του Ηρακλή και ενός γενειοφόρου θεού με κέρατα, στην άλλη από την προτομή του Άδη. Κάτω από την κύρια σκηνή του σώματος εμφανίζονται ζεύγη γρυπών και λέοντας με πάνθηρα που σπαράσσουν μικρό ελάφι και μοσχάρι.
Ο κρατήρας αποτελεί πιθανόν μακεδονικό έργο, αριστούργημα κάποιου Μακεδόνα καλλιτέχνη εξοικιωμένου με την αττική τέχνη. Επιγραφή με αργυρά γράμματα στο χείλος του αγγείου δηλώνει τον κάτοχό του: ΑΣΤΙΟΥΝΕΙΟΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΙΟΙ ΕΣ ΛΑΡΙΣΑΣ. Η παρουσία ενός Θεσσαλού στη Μακεδονία συμπίπτει με ένα ιστορικό γεγονός: το 344 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄ πήρε όμηρους από την αριστοκρατική οικογένεια των Αλευάδων, ύστερα από την αποτυχημένη απόπειρά τους να αποτινάξουν τη μακεδονική κυριαρχία.