Εισερχόμενος στον αρχαιολογικό χώρο ο επισκέπτης από τη νέα είσοδο στη συμβολή της οδού Θρασύλλου και του πεζόδρομου της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, βρίσκεται ήδη πάνω στην πορεία ενός πανάρχαιου δρόμου που συνέδεε την περιοχή του Ολυμπιείου με τη νότια πλευρά της Ακρόπολης, φθάνοντας μέχρι τον χώρο του Ασκληπιείου. Στη συμβολή της οδού αυτής - σήμερα διαμορφωμένης ως διαδρομή επισκεπτών - με την οδό που διέρχεται ανατολικά του Ιερού του Διονύσου, σώζονται τα κατάλοιπα του μικρού ναού της Αγ. Παρασκευής που χτίστηκε στη θέση παλαιότερου ναού των ύστερων βυζαντινών χρόνων.
Βορειότερα σώζονται τα κατάλοιπα των μνημείων του Ιερού του Διονύσου Ελευθερέως. Ο αρχαϊκός ναός του Διονύσου, από τον οποίο σήμερα σώζεται μόνο η βορειοδυτική γωνία των θεμελίων του, κατασκευάσθηκε στο β' μισό του 6ου αι. π.Χ., όταν εισήχθη στην Αθήνα από τον τύραννο Πεισίστρατο η λατρεία του θεού από τις Ελευθερές της Βοιωτίας. Στο Ιερό του Διονύσου γιορτάζονταν την άνοιξη τα Μεγάλα ή εν ''Άστει'' Διονύσια. Λίγο νοτιότερα διατηρούνται τα κατάλοιπα του Νεότερου Ναού του Διονύσου, ο οποίος ανεγέρθηκε στο β' μισό του 4ου αι. π.Χ. Στο ναό αυτό στεγαζόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διονύσου, έργο του Αλκαμένη. Σήμερα σώζονται τα θεμέλια του ναού και της βάσης του λατρευτικού αγάλματος, κατασκευασμένα από κροκαλοπαγή λίθο. Το τέμενος οριοθετείται στα βόρεια από μία Στοά, η οποία πρέπει να ήταν δωρικού ρυθμού και ανάγεται στο οικοδομικό πρόγραμμα του Λυκούργου (περ. 330 π.Χ.). Τις άλλες πλευρές του Ιερού περιέκλειε περίβολος, από τον οποίο σήμερα σώζεται μέρος του νότιου και ανατολικού τμήματός του. Στην ανατολική πλευρά του περιβόλου υπήρχε πρόπυλο, σχήματος διπλού Π, στο οποίο κατέληγε η Οδός των Τριπόδων. Σήμερα διακρίνεται η κάτοψη της θεμελίωσης του προπύλου.
Το Θέατρο του Διονύσου στα βόρεια του Ιερού, αποτελεί την εξέλιξη του κυκλικού χώρου που διαμορφώθηκε τον 6ο αι. π.Χ. για την τέλεση των λατρευτικών δρώμενων προς τιμήν του θεού. Αργότερα, γύρω από τον χώρο αυτό, προστέθηκαν ξύλινα καθίσματα, τα οποία σταδιακά αντικαταστάθηκαν από λίθινα.. Κατά την περίοδο του άρχοντα Λυκούργου το θέατρο οικοδομήθηκε εξολοκλήρου από πειραϊκό ακτίτη λίθο και το κοίλο του επεκτάθηκε προς τα βόρεια, ενσωματώνοντας τον Περίπατο και μετατρέποντάς τον σε διάζωμα που χώριζε το κυρίως κοίλο από το Επιθέατρο. Η πλακόστρωση της ορχήστρας, τα θωράκια γύρω από αυτήν, καθώς και ένα λογείο, γνωστό ως Βήμα του Φαίδρου, με ανάγλυφα που απεικονίζουν σκηνές της ζωής του Διονύσου (προερχόμενα από άγνωστο μνημείο του 2ου αι. μ.Χ.), όλα από μάρμαρο, ανάγονται στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Στο Στέγαστρο που βρίσκεται λίγο βορειότερα της εισόδου του χώρου εκτίθενται γλυπτά από τη ρωμαϊκή σκηνή του θεάτρου καθώς και αρχιτεκτονικά μέλη από την ευρύτερη περιοχή αυτού και του Ιερού.
Βόρεια του Επιθεάτρου διατηρούνται τα κατάλοιπα του χορηγικού μνημείου του Θρασύλλου (320/19 π.Χ.). Το μνημείο έκλεινε το άνοιγμα μιας φυσικής σπηλιάς στον βράχο, η πρόσοψή του είχε αρχιτεκτονική διαμόρφωση και έφερε στην ανωδομή χορηγικό τρίποδα. Το μνημείο γνώρισε δύο ακόμα μεταγενέστερες διαμορφώσεις. Βόρεια αυτού, κοντά στο νότιο τείχος της Ακρόπολης, δεσπόζουν δύο κίονες της ρωμαϊκής περιόδου, πάνω στους οποίους στηρίζονταν επίσης χορηγικοί τρίποδες.
Ανατολικά του Διονυσιακού Θεάτρου κατασκευάστηκε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. το Ωδείο του Περικλέους, τετράγωνο, υπόστυλο οικοδόμημα, το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη διεξαγωγή μουσικών αγώνων. Λίγα είναι τα λείψανα του μνημείου που έχουν έρθει στο φως με ανασκαφές.
Δυτικά του ανωφερικού δρόμου που διέρχεται δυτικά του Ιερού του Διονύσου σώζεται η θεμελίωση του χορηγικού μνημείου του Νικία (319 π.Χ.). Το μνημείο ήταν ναόσχημο, με έξι δωρικούς κίονες στην πρόσοψη. Το μεγαλύτερο μέρος του οικοδομικού υλικού του ενσωματώθηκε το 237 μ.Χ. στην είσοδο της Ακρόπολης, στη λεγόμενη πύλη Beule.
Βορειότερα από το μνημείο του Νικία, εκτείνεται η επιβλητική τοξοστοιχία ενός αναλημματικού τοίχου που είχε κατασκευαστεί για να συγκρατεί τις προς βορράν επιχώσεις και τον Περίπατο, τον περιμετρικό δρόμο της Ακρόπολης που συνέδεε τη Βόρεια με τη Νότια Κλιτύ. Κατά μήκος του τοίχου αυτού ανεγέρθηκε από τον βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β' (197-159 π.Χ) η Στοά του Ευμένους. Η στοά ήταν διώροφη και είχε κατασκευαστεί από ένα είδος νησιωτικού μαρμάρου, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί στα περισσότερα κτήρια της Περγάμου.
Σε φυσικό άνδηρο βορειότερα από τη Στοά, ιδρύθηκε το 420/19 π.Χ. το Ιερό του Ασκληπιού με πρωτοβουλία ενός Αθηναίου πολίτη, του Τηλεμάχου. Στο δυτικό τμήμα του Ιερού ανεγέρθηκε τον 5ο αι. π.Χ. μία στοά με τέσσερα δωμάτια, ενώ στο ανατολικό τμήμα του οικοδομήθηκαν ο ναός και ο βωμός του θεού καθώς και μία διώροφη δωρική στοά, το «εγκοιμητήριο?, στην οποία φιλοξενούνταν οι ασθενείς. Στη στοά είχε ενταχθεί μία φυσική πηγή, ενώ στο δυτικό άκρο της διαμορφωνόταν ένα τετράγωνο δωμάτιο με φρεατόσχημη κυκλική κατασκευή στο κέντρο, τον ''ιερό βόθρο''. Νότια από το ναό προστέθηκαν στους ρωμαϊκούς χρόνους μία μικρή στοά και ένα πρόπυλο. Στα τέλη του 5ου ή αρχές του 6ου αι. μ.Χ. ολόκληρο σχεδόν τον χώρο του Ιερού κατέλαβε μία τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική.
Δυτικά του Ασκληπιείου σώζεται ένα από τα αρχαιότερα μνημεία του χώρου, η αρχαϊκή κρήνη (γύρω στο 520 π.Χ.). Δυτικότερα διατηρούνται τα κατάλοιπα ενός Χαλκουργείου του 5ου - 4ου αι. π.Χ., σήμερα καταχωμένα για λόγους προστασίας. Στον χώρο αυτό κατασκευάστηκε πρόσφατα ένα Στέγαστρο για την έκθεση και προστασία ενεπίγραφων μελών από το Ασκληπιείο.
Στο δυτικό άκρο της Νότιας Κλιτύος, εκτός του περιφραγμένου χώρου, αντικρύζει κανείς το Ωδείο που κτίσθηκε από τον Ηρώδη τον Αττικό το 162 μ.Χ., στη μνήμη της συζύγου του Ρήγιλλας. Στον χώρο νοτίως αυτού έχουν αποκαλυφθεί σημαντικά αρχαία κατάλοιπα, ανάμεσα στα οποία το υπαίθριο Ιερό της Νύμφης, με πολυάριθμα κεραμικά ευρήματα.
|