Κ. Κεκίλιος Μετέλλος
Καζούλης Παύλος
Κάλαμις
Κάλκος Π.
Καλλικράτης (5ος αι. π.Χ.)
Καλλίμαχος
Καλυψώ
Καπαντζής Αχμέτ
Καρούζος Χρήστος (1900-1967)
Κάσσανδρος
  Κένταυροι
© Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Κένταυρος από το δυτικό αέτωμα του Ναού του Διός στην Ολυμπία
Μυθικά τερατόμορφα όντα, από τη μέση και πάνω με σώμα ανθρώπου και από τη μέση και κάτω με κορμί αλόγου. Θεωρούνταν παιδιά του Ιξίονα, βασιλιά των Λαπιθών και μιας νεφέλης, στην οποία ο Δίας είχε δώσει τη μορφή της Ήρας. Ο Ιξίων ήταν ερωτευμένος με την Ήρα και έτσι ενώθηκε με το ομοίωμά της με απουτέλεσμα να γεννηθεί ο Κένταυρος. Στη συνέχεια, από αυτόν και τις φοράδες που έβοσκαν στο Πήλιο δημιουργήθηκε το γένος των Κενταύρων. Ζούσαν στα βουνά, κυρίως του Πηλίου στη Θεσσαλία, αλλά και σε άλλες περιοχές, μεταξύ των οποίων και στη Φολόη της ορεινής Ηλείας-Αρκαδίας, και ήταν πολύ άγριοι, βίαιοι και επιθετικοί. Τρέφονταν με ωμό κρέας και μεθούσαν εύκολα. Σύμφωνα με το μύθο, όταν βρέθηκαν στο γάμο του ετεροθαλούς αδελφού τους Πειρίθου, βασιλιά των Λαπιθών, που κατοικούσαν επίσης στο Πήλιο, μέθυσαν στο γαμήλιο γεύμα και επιτέθηκαν στις γυναίκες των Λαπιθών. Έτσι ξεκίνησε η φοβερή Κενταυρομαχία, στην οποία νίκησαν οι Λαπίθες και κυνήγησαν τους Κενταύρους μακριά από το Πήλιο. Από τους Κενταύρους, ο Χείρων και ο Φόλος είχαν διαφορετική προέλευση και ήταν σοφοί δάσκαλοι. Ο πρώτος αγαπούσε τους ανθρώπους και γνώριζε όλες τις τέχνες, ενώ ο δεύτερος βοήθησε τον Ηρακλή στην πάλη εναντίον των άλλων Κενταύρων. Κοντά στο Χείρωνα, που ήταν γιος του Κρόνου και αθάνατος, μαθήτευσαν μεγάλοι ήρωες, μεταξύ των οποίων και ο Αχιλλέας. Ο Χείρων σκοτώθηκε από τον Ηρακλή και επειδή ήταν αθάνατος, ανέβηκε στον ουρανό και έγινε αστερισμός με το όνομα Τοξότης ή Κένταυρος.
Κεραμόπουλος Αντώνιος (1870-1959)
Κεσακλής Βασίλειος
Κλεόβουλος Λίνδιος (6ος αι. π.Χ.)
Κονταρής, Φράγγος και Γεώργιος (16ος αι.)
Κόντογλου Φώτης
Κορρές Γεώργιος
Κουγιουμτζόγλου Αθανάσιος
Κουγιουμτζόγλου Παντελής
Κουρεμένος Β.
Κρόνος
Κυβέλη
Κυριαζής (16ος αι.)
Κυριακού Δ.
Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος
Κωνσταντίνος Μελισσηνός ή Μαλιασηνός (13ος αι.)