Κορυφαίος Έλληνας ιστορικός από την Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας. Έζησε στη γενέτειρά του ως το 465 π.Χ. περίπου, οπότε εξορίστηκε για την αντίστασή του κατά του τυράννου Λυγδάμιος και κατέφυγε στη Σάμο, όπου έμεινε μέχρι το 455 π.Χ. Μεταξύ του 455 και του 450 π.Χ. επέστρεψε στην Αλικαρνασσό, αλλά την εγκατέλειψε οριστικά, για να ζήσει επί έξι περίπου χρόνια στην Αθήνα, όπου συναναστράφηκε πολλούς σημαντικούς Αθηναίους, μεταξύ των οποίων τον Περικλή, τον Πρωταγόρα και τον Σοφοκλή, του οποίου έγινε στενός φίλος. Διάβασε αποσπάσματα από τις Ιστορίες του στην αρχική τους μορφή μπροστά στο αθηναϊκό ακροατήριο και εντυπωσίασε τους Αθηναίους τόσο πολύ, που η Εκκλησία του Δήμου τον βράβευσε με το τεράστιο ποσό των 10 ταλάντων. Το 444 π.Χ., κατά την 84η Ολυμπιάδα, ο Ηρόδοτος επισκέφθηκε την Ολυμπία, όπου μπροστά σε εκλεκτό κοινό διάβασε αποσπάσματα από το έργο του, θεωρώντας, σύμφωνα με τον Λουκιανό, ότι μια τέτοια πρωτοβουλία ήταν η συντομότερη οδός προς την πανελλήνια αναγνώριση και φήμη. Το 444/3 π.Χ. ήταν μια σημαντική χρονιά στη ζωή του Ηροδότου: πήρε μέρος στον αθηναϊκό αποικισμό των Θουρίων στην Κάτω Ιταλία, όπου τελικά εγκαταστάθηκε και πέρασε το υπόλοιπο μέρος της ζωής του. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 455 και του 444/3 π.Χ., ο Ηρόδοτος ταξίδεψε σχεδόν σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο, συγκεντρώνοντας πλούσιο υλικό για το πολύμορφο έργο του.
Οι Ιστορίες του Ηροδότου είναι το πρώτο ευρωπαϊκό ιστορικό σύγγραμμα. Ο ίδιος αποκάλεσε το έργο του ιστορίης απόδεξιν, δηλαδή έκθεση των ερευνών του. Στόχος του ήταν να αφηγηθεί τη σύγκρουση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες, αλλά και να ανιχνεύσει την καταγωγή και τα αίτια αυτού του πολέμου και να τον εντάξει στις ευρύτερες ιστορικές συνθήκες. Επίσης θέλησε να παρουσιάσει στους αναγνώστες του τις μεγάλες μορφές που επηρέασαν βαθιά τον ρου των γεγονότων, τόσο Έλληνες όσο και Πέρσες. Για να μπορέσει να γράψει τις Ιστορίες του σύμφωνα με τα πρότυπα ακρίβειας που έθεσε στον εαυτό του, ο Ηρόδοτος ταξίδεψε πολύ, για να συναντήσει και να υποβάλει ερωτήσεις σε όσο το δυνατόν περισσότερες προσωπικότητες που είχαν συμμετάσχει στα γεγονότα ή στους απογόνους τους, αλλά και για να γνωρίσει τα μέρη που κατέκτησαν ή προσπάθησαν να κατακτήσουν οι Πέρσες. Εκτός από την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, επισκέφθηκε την Αίγυπτο και την Κυρήνη στη Λιβύη, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Σκυθία, τη Βαβυλώνα, τη Φοινίκη (σημερινό Λίβανο) και τη Γάζα. Βασίστηκε κυρίως σε προφορικές μαρτυρίες, χρησιμοποιώντας μεταφραστές στην Αίγυπτο και στην Περσία. Όπου ήταν δυνατό, φρόντιζε να υποβάλλει ερωτήσεις στους ντόπιους, ιδίως σε ιερείς και φύλακες μνημείων. Ανάμεσα στις γραπτές μαρτυρίες που χρησιμοποίησε, ήταν και πολλές επίσημες επιγραφές που βρίσκονταν σε διάφορες ελληνικές πόλεις, καθώς και παλαιότερα συγγράμματα, όπως του Εκαταίου. Κατά συνέπεια, οι Ιστορίες του Ηροδότου είναι γεμάτες από ιστορικά, γεωγραφικά, εθνογραφικά, θρησκευτικά, βιογραφικά και ανεκδοτολογικά στοιχεία. Σε διάφορα σημεία των εννέα βιβλίων που τις απαρτίζουν και που το καθένα φέρει το όνομα μιας Μούσας, ο Ηρόδοτος προβαίνει σε παντός είδους παρεκβάσεις και παρεμβολές, οι οποίες χρησιμεύουν κατά κάποιο τρόπο ως υποσημειώσεις στα κυρίως θέματα που πραγματεύεται και συνίστανται σε περιγραφές μιας σειράς από αξιοσημείωτες πράξεις και ενδιαφέροντα θέματα, βιογραφικές λεπτομέρειες, πληροφορίες για συγκεκριμένες πόλεις ή για την ιστορία διαφόρων λαών κ.λπ. Έτσι, το έργο του Ηροδότου είναι το πρώτο που προσφέρει ένα πανόραμα της ιστορίας και του πολιτισμού του τότε γνωστού κόσμου.
Επιπλέον, ο Ηρόδοτος υπέβαλλε το υλικό του σε κριτικό έλεγχο και δήλωνε πάντοτε τις πηγές του. Επέμενε στη σημασία των μαρτυριών και κατέγραφε με απόλυτη σαφήνεια αυτά που είχε δει ή αυτά που είχε ακούσει. Όταν δεν ήταν σίγουρος για την ακρίβεια των μαρτυριών, το δήλωνε, εκφράζοντας ανοιχτά τις αμφιβολίες του, αφήνοντας έτσι τους αναγνώστες του ελεύθερους να κρίνουν. Δεν προσπάθησε, επομένως, να προσαρμόσει τα δεδομένα στις δικές του αντιλήψεις περί ιστορίας. Ήταν απροκατάληπτος και έτοιμος να αναγνωρίσει τις υψηλόφρονες πράξεις και τα κατορθώματα τόσο των Ελλήνων όσο και των ξένων λαών. Δικαιολογημένα, επομένως, για όλους αυτούς τους λόγους, ο Ηρόδοτος χαρακτηρίστηκε από τον Κικέρωνα ως ο «Πατέρας της Ιστορίας?.
Το ύφος του Ηροδότου είναι ευθύ, προσωπικό και ευχάριστο, ανεπιτήδευτο και συχνά συναρπαστικό. Το κείμενο ρέει ήρεμα με τη μεγαλοπρέπεια ενός επικού ποιήματος, πράγμα αναμενόμενο, αφού τη μεγαλύτερη επιρροή ο Ηρόδοτος τη δέχτηκε από τον Όμηρο.
|
|
|