Μυθικός θεός του Κάτω Κόσμου, γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία και του Ποσειδώνα και σύζυγος της Περσεφόνης, κόρης της Δήμητρας, την οποία απήγαγε και οδήγησε στο βασίλειό του. Ήταν σκληρός και αμείλικτος, δικαστής και τιμωρός των θνητών. Ακόλουθοί του ήταν οι Ερινύες, οι Μοίρες, οι Κήρες, η Νέμεσις, η Άτη και ο Κέρβερος. Στην κλασική περίοδο ονομάσθηκε από τους τραγικούς και Πλούτων, ως θεός όλων των θησαυρών του υπεδάφους. Συνήθως εικονιζόταν με άχαρο πρόσωπο, μακριά μαλλιά και γενειάδα, φορώντας χιτώνα και κρατώντας μπαστούνι. Ναός αφιερωμένος στον Πλούτωνα υπήρχε μόνο στην Ήλιδα και άνοιγε μόνο μια φορά το χρόνο. Σύμβολά του ήταν το κυπαρίσσι και ο νάρκισσος. Άδης ονομαζόταν, όμως, και ο τόπος, όπου πήγαιναν οι νεκροί. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι βρισκόταν κάτω από τη γη ή πέρα από τον Ωκεανό, στη χώρα των Κιμμερίων, περιοχή σκοτεινή και πένθιμη, και περιβρεχόταν από τους ποταμούς Αχέροντα, Στύγα, Κώκυτο, Λήθη και Πυριφλεγέθοντα. Τους νεκρούς οδηγούσε μέχρι το βασίλειο του Άδη ο Ερμής Ψυχοπομπός, τους παραλάμβανε ο Χάροντας και τους μετέφερε με τη βάρκα του παίρνοντας έναν οβολό από κάθε νεκρό, που οι ζωντανοί έβαζαν μέσα στο στόμα του. Στον Άδη πήγαιναν μόνο όσοι είχαν ταφεί και ποτέ δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στη γη, καθώς η πύλη του Κάτω Κόσμου φυλασσόταν από τον τρικέφαλο σκύλο Κέρβερο. Την είσοδο του Άδη οι αρχαίες παραδόσεις τοποθετούσαν σε διάφορα μέρη, όπου υπήρχαν χάσματα γης, όπως στο Ταίναρο ή στην Αχερουσία λίμνη.
|
|
|